Η πολιτική κατάσταση της χώρας αποτελείται από ψηφίδες όπως ο παγιωμένος κατακερματισμός δυνάμεων -τόσο αριστερότερα της Νέας Δημοκρατίας, όσο και «δεξιά της Δεξιάς»-, όπως ο εν δυνάμει αναδυόμενος δικομματισμός -δεν έχει σχηματιστεί ακόμη και είναι αμφίβολο το εάν, το πότε και υπό ποιους όρους θα ολοκληρωθεί ο σχηματισμός του-, όπως η συρρίκνωση του ορίζοντα προσδοκιών των πολιτών, όπως η ελαχιστοποίηση των κινητοποιήσεων κ.ά.
Τα παραπάνω στοιχεία, ενισχυμένα με όλα εκείνα που λόγω χώρου δεν μπορούμε να εντάξουμε στο κείμενο, δημιουργούν μια συνθήκη αδιεξόδου. Αδιέξοδο το οποίο κατά την κρίση μας αφορά κυρίως τα κόμματα που υπό την παραδοσιακή διαίρεση βρίσκονται στο αριστερό ημισφαίριο του πολιτικού συστήματος και στα οποία και θα αναφερθούμε παρακάτω.
Πριν τα επίκαιρα όμως, μια μικρή ιστορική αναδρομή. Μεταπολιτευτικά η εναλλαγή στην εξουσία έχει πραγματωθεί με δύο τρόπους: είτε από μια θεσμική αξιωματική αντιπολίτευση, είτε από μια ριζοσπαστικότερη κίνηση η οποία μετασχηματιζόμενη γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση και εν τέλει κυβέρνηση.[1]
Στο πρώτο πλαίσιο καταγράφονται λ.χ. οι νίκες της Ν.Δ. το 2004 και το 2019 ή του ΠΑΣΟΚ το 2009. Στη δεύτερη κατηγορία θα μπορούσε να ενταχθεί τόσο η Αλλαγή του ’81 όσο και η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ το 2015.[2]
Το ΠΑΣΟΚ, όντας πλέον αξιωματική αντιπολίτευση, εντάσσεται στην πρώτη περιπτωσιολογία, δημοσκοπικά κινείται πέριξ του 20%, ποσοστό που θεωρείται -εδώ και καιρό- το ταβάνι του. Το αδιέξοδο προκύπτει από την αδυναμία προσπέρασης ενός χαμηλού για να θεωρηθεί «δυνητικά κυβερνητικό κόμμα» ποσοστού. Διαθέτει, όμως, δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα σε σχέση με τα όμορά του κόμματα: αφενός ασκεί επιθετική προς την κυβέρνηση και ταυτόχρονα προγραμματική αντιπολίτευση, η οποία φαίνεται να αποδίδει μερικώς, αφετέρου ο πρόεδρός του είναι ο πιο δημοφιλής ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς του χώρου.[3]
Τα πλεονεκτήματα αυτά αίρουν το αδιέξοδο; Κατά την κρίση μας όχι, γιατί το ΠΑΣΟΚ καλείται να πείσει για τι είναι και τι δεν είναι. Ο δρόμος από το «ψηφίζω την πλειονότητα των νόμων της Ν.Δ.» μέχρι το «είμαι πολιτικά κάτι άλλο από την κυβέρνηση» και άρα θελκτικό για ψήφο είναι μακρύς, και ο χρόνος λίγος.[4]
Ο βασικός παράγοντας που δημιουργεί την αδιέξοδη συνθήκη στην οποία βρίσκονται ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά -πέραν της ασθενικής δυναμικής τους- είναι όμοιος και για τα υπόλοιπα γειτνιάζοντα κόμματα (Πλεύση Ελευθερίας, ΜέΡΑ25). Ο παράγοντας αυτός είναι οι ηγεσίες τους. Φάμελλος, Χαρίτσης, Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκης, Στρατούλης σε μεγάλο ή μικρότερο βαθμό (όχι αμελητέο ή μικρό πάντως) διαδραμάτισαν ρόλο στην πρόσφατη κυβερνητική (και όχι μόνον) πορεία του ΣΥΡΙΖΑ. Πορεία που έχει αποδοκιμαστεί σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις και -το βασικότερο για τη δεξαμενή ψηφοφόρων που προσελκύουν τα παραπάνω κόμματα- έχει εντυπωθεί ως κάτι ανάμεσα σε «αποτυχία» και «προδοσία» για τον κόσμο της Αριστεράς.[5]
Σημαντικότερο πρόβλημα είναι ωστόσο η γενική αποτίμηση αυτής της κυβερνητικής περιόδου πέραν και έξω της Αριστεράς, δηλαδή στην ευρύτερη κοινή γνώμη.[6]
Με λίγα λόγια, οι ηγετικές φυσιογνωμίες αυτού του χώρου θεωρούνται, από την πλατιά πλειοψηφία του κόσμου, αναξιόπιστοι αφηγητές.[7]
Επιπροσθέτως, το έλλειμμα αξιοπιστίας εντείνεται -και επεκτείνεται πέραν των προαναφερθέντων κομμάτων- αν συνυπολογιστεί πως κόμματα και οργανώσεις που τονίζουν το χρονοευαίσθητο της συμπόρευσης -και ενώ έχουν καλέσει προ πολλού στο αντίστοιχο κάλεσμα- για διάφορους λόγους αδυνατούν να συνυπάρξουν κεντρικοπολιτικά.[8]
Αν λοιπόν το στοίχημα για τον συγκεκριμένο χώρο είναι να βρεθεί εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, το πρόβλημα είναι ότι η συζήτηση αυτή αφορά λίγους. Για την ακρίβεια, όλο και λιγότερους. Στην πολιτική, και στη ζωή γενικότερα, τα πράγματα δεν ακολουθούν γραμμική πορεία. Ας κρατήσουμε, από αυτό, το αισιόδοξο σενάριο.
Σημειώσεις
[1] Δεν προεξοφλείται, ωστόσο, πως η «λύση» θα προέλθει ξανά μέσω των ίδιων δρόμων.
[2] Προφανώς οι περιπτώσεις δεν είναι ίδιες, διαφέρουν ποιοτικά, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ συγκυβέρνησε με τους ακροδεξιούς ΑΝ.ΕΛΛ., και ποσοτικά, μια και το ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου αποτελούσε ίσως το μαζικότερο πολιτικό κόμμα τημεταπολιτευτικής περιόδου.
[3] Ο Ν. Ανδρουλάκης σε ορισμένες δημοσκοπήσεις μάλιστα καταλαμβάνει την πρώτη θέση ανάμεσα σε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς.
[4] Ενδεικτική είναι η έρευνα του VouliWatch που δείχνει ότι το ΠΑΣΟΚ υπερψήφισε κατά την προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο την πλειονότητα των κυβερνητικών νομοσχεδίων, περισσότερα εδώ: https://vouliwatch.gr/news/article/koinovoyleytikes-psifofories-2019-2023
[5] Εδώ ο όρος Αριστερά χρησιμοποιείται για να περιγράψει τον υπό ευρεία έννοια ιδεολογικό πόλο που συμπεριλαμβάνει τον κόσμο που πρόσκειται από την πολιτική οικολογία και τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι την ανανεωτική και ριζοσπαστική Αριστερά.
[6] Χαρακτηριστικά των παραπάνω -πέραν των εκλογικών αποτελεσμάτων και των δημοσκοπήσεων που μετρούν τη δημοφιλία των πολιτικών αρχηγών- είναι τα ευρήματα της έρευνα του ΕΝΑ: https://www.efsyn.gr/politiki/455156_ti-mas- lene-oi-apotimiseis-tis-empeirias-tis-g-ellinikis-dimokratias-gia-tis#goog_rewarded.
[7] Οσο πιο προσωποπαγή τα κόμματα, τόσο μεγαλύτερο το αδιέξοδο.
[8]Κωλυσιεργία, ανικανότητα συνεννόησης, μικροπολιτικά παιχνίδια συσχετισμών κ.ο.κ.Θανάσης Δημάκας
(Υποψήφιος διδάκτορας Πολιτικών Επιστημών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, μέλος συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom / το κείμενο του Θ. Δημάκα δημοσιεύτηκε στην ΕφΣυν)