Οι μετρήσεις των δύο τελευταίων εβδομάδων ανέδειξαν δύο βασικά συμπεράσματα. Το ένα, το οποίο αφορά το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι και το ζήτημα της διακυβέρνησης, είναι ότι παρουσιάζεται ένα κενό εξουσίας που από ορισμένες απόψεις έχει αναλογίες με εκείνο της περιόδου 2010-2012. Δηλαδή δεν υπάρχει κανένα κόμμα το οποίο να συγκεντρώνει στοιχειωδώς ποσοστά κυβερνησιμότητας. Η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να απολαμβάνει μεγάλες διαφορές από τα κόμματα της αντιπολίτευσης μεν, εκμεταλλευόμενη προφανώς και την πρωτοφανή κατάσταση κρίσης στην οποία βρέθηκε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη λαϊκή ψήφο, αλλά βρίσκεται σταθερά κάτω από το 30% ακόμα και στις πιο φιλικές προς αυτή δημοσκοπήσεις.
Το δεύτερο είναι ότι, παρά τη βαβούρα που δημιούργησε με τη βοήθεια και των πιο μεγάλων ΜΜΕ, τα οποία εξακολουθούν να του παραχωρούν χώρο και χρόνο, ο Κασσελάκης και το κόμμα το οποίο προσπαθεί να φτιάξει δεν έχουν ιδιαίτερη τύχη να μακροημερεύσουν. Στην πολιτική γεωγραφία δεν υπάρχει κάποια θέση την οποία να καταλαμβάνουν ούτε κάποια ορατή πολιτική στόχευση έχει έστω διατυπωθεί για να δικαιολογήσει την ύπαρξη του συγκεκριμένου κόμματος. Αν τα ποσοστά του μετριούνται στην περιφέρεια του 4% και στο μισό εκείνων του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ακριβώς μετά την περίοδο που είχε γίνει μια τεράστια καμπάνια για να πειστεί ο κόσμος ότι ο Κασσελάκης είχε κάποια πλειοψηφία που «αποκλείστηκε», μπορούμε να καταλάβουμε ότι το πιθανότερο σενάριο είναι, με την πορεία των πραγμάτων, να μην προλάβει να κατέβει σε εκλογές.
Με τον τρόπο αυτόν δημιουργείται ένας ιδιότυπος χώρος στα «αριστερά της Ν.Δ.», ο οποίος, με εξαίρεση το ιδιότυπο προσωπικό κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου, έχει μια ορθολογική τοποθέτηση στον πολιτικό άξονα από το Κέντρο και προς την Αριστερά. Ο χώρος αυτός υπήρξε σταθερά πλειοψηφικός σε όλη την περίοδο της Μεταπολίτευσης, μέχρι το ανακάτεμα της μαρμίτας την εποχή των Μνημονίων, και είδε αυτή την πλειοψηφία να καταρρέει, και μάλιστα με εκκωφαντικό τρόπο, για πρώτη φορά στις διπλές εκλογές του 2023. Υπό αυτή την έννοια, η πολιτική περίοδος που ακολουθεί έχει γι’ αυτόν τρία ερωτήματα. Το πρώτο είναι αν θα μπορέσει να ανακτήσει την πλειοψηφική του θέση μέσα στην ελληνική κοινωνία και στο εκλογικό σώμα. Το δεύτερο είναι αν θα το κάνει αυτό ως ένας χώρος που στοχεύει στην κυβέρνηση ή θα περάσει μια εκλογή στην οποία θα ασχοληθεί πρωτίστως με τους εσωτερικούς του συσχετισμούς. Και το τρίτο, που είναι στενά συνδεδεμένο με το δεύτερο, είναι πού θα τοποθετηθεί η διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό του.
Το ΠΑΣΟΚ, σε μια μάλλον ατσούμπαλη προσπάθεια να επαναφέρει τον παλιό δικομματισμό, θα επιχειρήσει να την τοποθετήσει μεταξύ Κέντρου και Αριστεράς. Η πραγματικότητα την τοποθετεί ανάμεσα σ’ αυτούς που επιθυμούν να κυβερνήσουν και σ’ εκείνους που φιλοδοξούν να αντιπολιτευτούν. Και στην πολιτική σπανίως πολυκαίρισαν σχέδια που αγνόησαν την πραγματικότητα.
Γιάννης Ανδρουλιδάκης /ΑΥΓΗ