Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2024

Ψευδαισθήσεις τέλος


Στις ελληνικές καλένδες η ενιαία κεντροαριστερά μετά την εκλογή Ανδρουλάκη και τον διασυρμό του ΣΥΡΙΖΑ


Λήξασα πρέπει να θεωρείται η συζήτηση που είχε ξεκινήσει εδώ και κάποιους μήνες για την προοπτική μίας ενιαίας κεντροαριστεράς, ως την καταλληλότερη και πιο δυναμική απάντηση στην κυριαρχία Μητσοτάκη.
Η συζήτηση ξεκίνησε σε ένα συγκεκριμένο πολιτικό περιβάλλον. Και είχε διάφορες εκδοχές, εισάγοντας αρκετές επιμέρους ιδέες για το πώς μπορεί να γίνει.
Είτε με το μοντέλο συνεργασίας των αριστερών δυνάμεων στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές στη Γαλλία, είτε ακόμα και με τη συγκρότηση ενιαίου σχήματος, κατά τους πιο τολμηρούς.
Περιλάμβανε ως δυνητικούς συμμετέχοντες τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ προφανώς, αλλά και τη Νέα Αριστερά κατά την άποψη κάποιων, όπως και άλλων επιμέρους δυνάμεων του ευρύτερου χώρου.

Ακόμα και σενάρια για «επιστροφή» ηγετικών μορφών, που θα μπορούσαν να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο και να βάλουν τη σφραγίδα τους στην διαμόρφωση αυτής της νέας κεντροαριστεράς.
Αλλά όλοι αυτοί οι σχεδιασμοί φαίνεται να ανατρέπονται με τον πιο θεαματικό τρόπο, από τις εξελίξεις τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στο ΠΑΣΟΚ.
Για τρεις λόγους:

Πρώτον, επειδή η συνεργασία προϋπόθετε μία κάποια «ισορροπία» δυνάμεων ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Ώστε να είναι αναγκασμένα και τα δύο κόμμα να βρουν ένα κοινό δρόμο. Αλλά αυτή η ισορροπία έχει πλήρως διαταραχθεί πλέον. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται κυρίαρχο στο χώρο, με ισχυρή δημοσκοπική προοπτική και δεν έχει κανένα λόγο να… «κοιτάξει κάτω».

Δεύτερον, επειδή η εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στο ΠΑΣΟΚ αποκλείει εξ ορισμού την οποιαδήποτε συζήτηση. Ο επανεκλεγείς πρόεδρος του Κινήματος έχει επενδύσει πολλά στην «αυτονομία» του ΠΑΣΟΚ και δεν γοητεύτηκε ποτέ από θολές διεργασίες που θα ενέπλεκαν το κόμμα στην προοπτική συνεργασίας με «φευγάτους», που βρήκαν καταφύγιο στον ΣΥΡΙΖΑ και τώρα αναζητούν επιστροφή.

Βέβαια, όποιος ή όποια κι αν κέρδιζε τις εκλογές στο ΠΑΣΟΚ πιθανότατα την ίδια στάση θα επέλεγε. Ακόμα και αν όμνυε στην μεγάλη κεντροαριστερά, η εκδοχή που θα επικρατούσε θα ήταν η παραδοσιακή το ΠΑΣΟΚ και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις» και όχι ένα περίεργο σχήμα για τη διάσωση προσωπικών φιλοδοξιών ξεπερασμένων πολιτικών παραγόντων.

Και τρίτον, η κατάσταση στον ΣΥΡΙΖΑ δεν επιτρέπει καμία ουσιαστική προσέγγιση με το κόμμα αυτό. Δεν είναι απλά η αποδυνάμωσή του, η οποία καταγράφεται με μονοψήφια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις. Είναι πρωτίστως το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ των «87» και της τωρινής πρόσκαιρης πλειοψηφίας είναι επικίνδυνα τοξικός, κόλλησε το στίγμα του «αντιδημοκρατικού κόμματος» και μίας αδίστακτης γκρούπας που είναι ικανή να κάνει τα πάντα για τις καρέκλες και την προσωπική πολιτική επιβίωση των στελεχών της. 
Αν για παράδειγμα υπήρχε μία ένσταση από την πλευρά των Πασόκων για μία ενδεχόμενη συνεργασία με τον Δημήτρη Τζανακόπουλο ή τον Ευκλείδη Τσακαλώτο της Νέας Αριστεράς, οι αντιδράσεις για οποιαδήποτε συμπόρευση με στελέχη όπως ο Σπίρτζης, η Γεροβασίλη, η Σβίγκου και άλλους, θα ήταν πολλαπλάσιες. Ποιος θα έμπλεκε με τον Μουζάλα, τον Ραγκούση, την Συμεωνίδου, την Καρκούλια ή ακόμα και τον Νίκο Παππά σε οποιοδήποτε πεδίο συνεννόησης; 
Η ολοκληρωτική απαξίωση του ΣΥΡΙΖΑ των «87» και των συμμάχων τους, στα μάτια του δημοκρατικού κόσμου, λειτουργεί καταλυτικά για την απομόνωση του κόμματος, όπως το διευθύνει αυτή η ομάδα, από το ΠΑΣΟΚ και τις προοδευτικές δυνάμεις.