Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2024

Ο τελευταίος ρατσισμός: Πόσα κιλά είσαι;


Πριν από κάνα εικοσάρι χρόνια, είμαι Τρίκαλα. Πάσχα, χαρά Θεού, βολτάρω Ασκληπιού (ο κεντρικός πεζόδρομος), πέφτω πάνω σε παλιό συμμαθητή, γατόνι της πιάτσας, κονομημένο.Ξεκινάμε την κουβέντα με τα πολιτικά, συνεχίζουμε με το ποιος κρεβατώνεται με ποια και με ποιον (εκεί πάει πάντοτε η κουβέντα με τους δημοσιογράφους, μη μου κάνετε τις παναγίτσες τώρα) συνεχίζουμε με ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος, κάποια στιγμή, δεν ξέρω πώς, μπαίνει στη συζήτηση το όνομα γνωστού πολιτικού της εποχής.

Γυρνάει ο παλιός συμμαθητής και μου λέει:
“Τον βλέπω στην τηλεόραση που είναι κήτος, κοντεύει διακόσια κιλά, χάλια μαύρα, μια αηδία σε πιάνει”!
Αρχίζω εγώ και τα παίρνω. Τον ρωτάω:
“Και γιατί σε πιάνει αηδία, φιλάρα;”
Ε να”, μου λέει, “δεν ντρέπεται να κυκλοφοράει έτσι έξω στο δρόμο, με τόσα παραπανίσια κιλά;”
Να σου πω”, τον ξαναρωτάω, “ξέρεις εσύ γιατί τα πήρε τα κιλά και γιατί δεν τα ρίχνει; Έχεις υπόψη σου τι ζόρια μπορεί να τράβηξε και να τραβάει; Τι προβλήματα έχει στη ζωή του, που δεν τα βλέπουμε εμείς; Τι αμαρτίες του έχουνε φορτώσει στο σβέρκο;”
Με κοίταξε σα χάνος, ψέλλισε κάτι μαλακίες του τύπου “πω, πω, δεν το σκέφτηκα, νταξ τώρα, κι αυτός δε μιλάει όμως”, χαιρετηθήκαμε, άντε γεια, έκτοτε τον αποφεύγω. Όσο μπορώ, μικρή πόλη τα Τρίκαλα…
Αλλά δυσκολεύομαι να αποφύγω τα γίδια και τις γκοστέρες που σκάσανε μύτη στα σόσιαλ (πού αλλού;) και ξέρασαν τόνους χολή για τη Ματούλα Ζαμάνη και τη Μαρία Κίτσου. Και για τη Δανάη Μπάρκα παλιότερα και διαχρονικά για το Νίκο Φίλη και για ένα σωρό κόσμο με κιλά παραπάνω από αυτό που έχουμε μάθει να αποκαλούμε “μέσο όρο”. 
Το γαμημένο τον “μέσο όρο”, που λες και κατέβηκε από τον ουρανό μαζί με τις πλάκες των Δέκα Εντολών, σιδηρά μέγγενη για όλους και όλες, που απ’ το σφίξιμό της να ξεφύγεις δεν μπορείς. Ούτε πόντο, ούτε γραμμάριο, ούτε μιλιλίτρο, ξέχνα το ρε φίλε, ξέχνα το και βούλωστο…
Και ποια είναι, παρακαλώ, η απάντηση στη σκατοθύελλα;
Στο χωριό μου η απάντηση είναι φάπα επί τόπου, αλλά επειδή υποτίθεται ότι ζούμε σε πολιτισμένες κοινωνίες θα το πω αμερικάνικα:
Περπάτα ένα μίλι με τα παπούτσια αυτουνού που βρίζεις!
Ψάξε λίγο, δηλαδή, να μάθεις τι είναι αυτό που τον δυσκόλεψε, που τον πίεσε, που τον αναστάτωσε, πριν βγάλεις γλώσσα και αρχίσεις τις εξυπνάδες και τις υποδείξεις. Άνθρωπος είναι, κάπου το έφαγε το σφόλι, κάπου το αντιμετώπισε, κάπου έχασε τη μπάλα, δεν είναι αδίκημα να μην τα καταφέρνεις όλα τέλεια σε αυτή την κοινωνία, σε αυτή την ανηφόρα, σε αυτό το καμίνι, όπου ακόμη και η πάνσοφη Εκκλησία υπόσχεται έναν Παράδεισο με βασικό χαρακτηριστικό το εξής:
Ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός!
Συμπληρώνοντας τον Σαρτρ που δήλωνε ότι “η Κόλαση είναι οι άλλοι” και τους Εγγλέζους που διαχρονικά επιμένουν ότι δεν βγαίνει η ζωή δίχως κάποιου είδους δηλητήριο. Και ότι το μόνο που μπορείς να κάνεις, είναι να βρεις ποιο δηλητήριο σε καταστρέφει λιγότερο και βραδύτερα…

Υ.Γ.: Κάποτε έφτασα 54 κιλά με 1,78 ύψος. Είχα τους λόγους μου, προσπάθησα να το πολεμήσω, χρόνια μου πήρε, εν τέλει τα κατάφερα με τη βοήθεια φίλων και αισθημάτων. Θα μπορούσε να έχει πάει κι απ’ την ανάποδη, δεν το ξεχνάω ποτέ. Ούτε μια μέρα.

Χρήστος Ξανθάκης