ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ - Για οποιοδήποτε παράπονο ή σχόλιο μπορείτε να επικοινωνήσετε με τους zoornalistas στο email: zoornalistasgr@googlemail.com

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

Ο θάνατος του Θανάση Βαλτινού και η Οδύσσεια του (Έλληνα) Μετανάστη


Το διαδίκτυο φέρνει τα μαντάτα με μηδενική καθυστέρηση. Το κάνει κάθε μέρα. Το έκανε και μερικές ώρες πριν εκπνεύσει η προτελευταία ημέρα του Οκτώβρη: πέθανε ο Θανάσης Βαλτινός. Από την πλούσια λογοτεχνική παραγωγή του, μου έρχεται πρώτο στο νου το «Συναξάρι Ανδρέα Κορδοπάτη». Έτυχε πριν από μερικές ημέρες να το ξαναδιαβάσω. Ήταν η τρίτη ή τέταρτη φορά από τότε που το πρωτοδιάβασα, το 1972, όταν ο Κέδρος αποφάσισε να κάνει βιβλίο τα δημοσιεύματα του Βαλτινού στον Ταχυδρόμο για έναν σύγχρονο Σίσυφο, έναν μετανάστη που όλο ταξίδευε με πλοία για το αμερικάνικο όνειρο και όλο τον γύριζαν πίσω. Ανοικτό το ενδεχόμενο να επιχειρούσε πάλι τον διάπλου του ωκεανού μετά από το τέλος του αφηγήματος που ολοκληρώνεται με 25 λέξεις. Ο Κορδοπάτης είχε επιστρέψει διωγμένος από τη Αμερική: «Κατεβαίνω και πάω στο πραχτορείο Μαλούχου. Ήταν ένας νέος υπάλληλος. Του λέω: Σε έξι μήνες ειδοποίησέ με όταν έχει πλοίο. Και άφησα όνομα και σύσταση».

Το «Συναξάρι» είναι ένα αφηγηματικό αριστούργημα. Ο συγγραφέας το αποδίδει σε υπαρκτό πρόσωπο. Γράφει στο άνοιγμα του βιβλίου: «Ο Ανδρέας Κορδοπάτης ζει στο χωριό Δάρα Μαντινείας. Κοντεύει τώρα ενενήντα πέντε χρονών. Τα περιστατικά που ακολουθούν, είναι κομμάτι από τη ζωή του. Μερικά τα είχε γράψει ο ίδιος, άλλα μου τα διηγήθηκε. Αυτό στάθηκε το πρώτο υλικό. Ξανάφτιαξα την ιστορία από την αρχή, φροντίζοντας να διατηρηθεί το ύφος και η απλότητα της κουβέντας. Αλλαγές στα γεγονότα έγιναν ελάχιστες, κυρίως σε σημεία που ήσαν απαραίτητες για λόγους τεχνικούς».

Ο Κορδοπάτης/Βαλτινός άφησε ένα λογοτεχνικό διαμάντι. Μια Οδύσσεια του μετανάστη, του Έλληνα τότε, πολύ κοντινή με εκείνη το Αφρικανού και του Ασιάτη τώρα. Και οι δύο διέσχισαν θάλασσες σε συνθήκες άθλιες. Στο ταξίδι έτρωγαν άλογα που οι οργανωτές του ταξιδιού είχαν στα αμπάρια. Κάποια στιγμή ξέμειναν από νερό, κοράκιασαν! Μόλις έπιασαν Μισισιπή, έβαλαν στα ντεπόζιτα νερό ποταμίσιο. «Μέσα στο σκοτάδι άρχισαν να φωνάζουν οι ναύτες: Νερό, νερό. Πεταχτήκαμε από τη δίψα που είχαμε και πίναμε όλοι νερό κρύο. Το πρωί που φώτισε άρχισαν τα κοψίματα και οι εμετοί».

Πιο πριν, στη μέση του ωκεανού, το πλοίο έπαθε μηχανική βλάβη. «Αναδευόμασταν σαν τα σκουλήκια και μη μπορώντας να κάμουμε τίποτα, μας πήρε το παράπονο. Τρεις χιλιάδες άνθρωποι να πάμε όλοι στον πάτο».
Σας θυμίζει κάτι;

Δ.Β. / Harddog