Πέμπτη 30 Μαΐου 2024

Πως είναι να ζεις με βρυγμομανία (μνήμη Γιώργου Γεωργίου)


Διδυμάρα απ’ την αρχή ως το τέλος ο Γεωργίου:
27 Μαΐου του ’47 γεννήθηκε, 5 Ιουνίου του ’23 πέθανε, χρόνο κλείνουμε σιμά κοντά.Και ως κλασική Διδυμάρα ήταν αλλοπρόσαλλος, ήταν αμφίθυμος, ήταν αμετροεπής και βάλε και πάρε και δώσε. Και είχε και αυτόν τον τρόπο να εκφράζεται, που στην εποχή της πολιτικής ορθότητας δεν είναι ιδιαιτέρως δημοφιλής.
Βρωμιάρης, όμως, δεν ήταν.
Ναι, έλεγε παπάρες συχνά πυκνά, αλλά και ποιος ή ποια δεν έχει πει; Πρώτος εγώ, ψηλά το σηκώνω το χέρι για να με δείτε. Κι αν υπάρχει κάνας αναμάρτητος ή καμιά αναμάρτητη, να μας το δηλώσει, χρηματοδοτώ προσωπικώς το άγαλμά τους.

Τέλος πάντων, από τον «Φίλαθλο» τον παρακολουθούσα, στην σελίδα την τρίτη που απαντούσε σε αναγνώστες με τον δικό του τρόπο, στην τηλεόραση λίγο τον είδα, δεν είμαι απολύτως σίγουρος ότι του ταίριαζε και τόσο πολύ, περιστασιακά τον άκουγα στο ραδιόφωνο που μάλλον του πήγαινε καλύτερα, μερικές φορές τον συνάντησα στα γραφεία του “Sportdog” που ερχότανε για μασλάτι, είχαν αρχίσει πια να τον πνίγουν τα βάσανα και οι έγνοιες, σαν φάντασμα του παλιού εαυτού του έμοιαζε. Κι ύστερα έσβησε σαν το κερί από την παλιοαρρώστια…

Με τον καυγά που ακολούθησε δεν θα ασχοληθώ, αυτά είναι για τα σόσιαλ, να εκτονώνεται ο κόσμος και να βγάζει το άχτι του. Για άλλο πράγμα θέλω να μιλήσω σήμερα, για την τραγωδία του Γιώργου με το γιό του, που υπέφερε από ανίατη ασθένεια και τον έχασε νωρίς. Είχε διηγηθεί κάποια στιγμή ότι τότε που έμαθε για την μαύρη μοίρα του παιδιού, του ήρθε κεραυνός, έχασε τη γη κάτω απ’ τα πόδια του, συφοριάστηκε. Και την άλλη μέρα το πρωί, ψωμί πήγε να φάει και του σπάσανε όλα τα δόντια, το ένα μετά απ’ το άλλο…

Πολύς κόσμος δεν τον πίστεψε τότε. «Άλλη μια υπερβολή του Γιώργαρου», σκεφτήκανε οι περισσότεροι, «άλλο ένα φούμαρο». Από τη δική μου την πλευρά, όμως, το κατάλαβα μια χαρά το σκηνικό, γιατί το έχω ζήσει κι εγώ, σε μικρότερο βαθμό ευτυχώς.
Βρυγμομανία το λένε οι οδοντίατροι και είναι αυτό το πράγμα που όλη νύχτα στον ύπνο σου τρίζεις τα δόντια σου, βγάζοντας επάνω τους το άγχος και την αγωνία της ημέρας. Χρίτσι χρίτσι, χρίτσι, χρίτσι, δεν σταματάει λεπτό η δουλίτσα από την ώρα που θα κλείσεις τα μάτια σου. Και σιγά σιγά, σε παίρνει ο διάολος…

Προσωπικώς το κατάλαβα όταν πρωτοέπιασα δουλειά. Όταν μας προσέλαβε ο Top FM το ’88, εμάς τα πιτσιρίκια του Star Radio και μπήκαμε στα σαλόνια του ΔΟΛ. Μας πρότεινε τότε ο συγχωρεμένος ο Χαλάτσης εμένα και την κουμπάρα μου τη Γωγώ, εκτός από τις μουσικές εκπομπές να βοηθάμε και στη δημοσιογραφική ομάδα, άλλο που δεν θέλαμε τα μωρά να χωθούμε στην τέταρτη εξουσία, μπουκάραμε, γνωριστήκαμε, φουλ τρεχάλα και μαθητεία και ζόρι. Και ξυπνάω ένα πρωί και πλένω τα δόντια μου και όπως φτύνω βλέπω αίματα στο νεροχύτη!
Πανικός εννοείται, αντάρα εννοείται, αμάν ρε φίλε, ζαμάν ρε φίλε, εικοσιτεσσάρων χρονών, από τώρα θα με πάρει ο Χάρος;
Στους γονείς μου να το πω δεν γινόταν, οι φίλοι μου ήταν πιο ούφο κι από εμένα, τι να κάνω, πήρα αμέσως την Κανέλλη που ήταν η μάνα του λόχου στο σταθμό. Και έδωσα αναφορά. Για να γελάσει η Λιάνα και να μου πει:
Τζόιν δε κλαμπ!

Κι έκατσε και μου εξήγησε το στόρι με τη βρυγμομανία και τα συμπαρομαρτούντα αυτής και πως δεν είναι για να τρέμεις και να κατουριέσαι, αλλά πρόσεχέ το λίγο γιατί θα σε συνοδεύει από εδώ και πέρα και θα σε ταλαιπωρεί από εδώ και πέρα και τράβα και σ’ έναν οδοντίατρο να σου φτιάξει έναν πλαστικό νάρθηκα. Πήγα λοιπόν, τον φτιάξαμε, σαν μασελάκι των πυγμάχων είναι (την ίδια δουλειά κάνει εδώ που τα λέμε…), το φοράς όταν κοιμάσαι και σε μεγάλο βαθμό σε προστατεύει. Σε μεγάλο βαθμό λέω, γιατί από τότε μέχρι τώρα, έσπασα μόλις τέσσερα δόντια…

Οπότε δεν έλεγε παραμύθια ο Γιώργος, όσο κι αν ένα παραμύθι ήταν η ζωή του όλη. Και ταινία τρόμου ενίοτε, όπως ήταν εκείνης της γενιάς της μεταπολεμικής που μεγάλωσε μέσα στην καταφρόνια και στην καντήφλα και στη σκιά του χωροφύλακα. Με τα στραβά της και τα ανάποδά της, συν μπέσα όμως, συν οίκτο για τους πεσμένους στο πάτωμα. Ας είναι ελαφρύ το χώμα.

Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (29.5.2024)