Τετάρτη 22 Μαΐου 2024

Θες παιδί; Να φύγεις, να πας αλλού!


Έρχεται ο φίλος μου ο Θανάσης από Θεσσαλονίκη, φέρνει καριόκες απ’ του «Χατζηφωτίου» (ναι καριόκες ζήτησα, όχι δεν ζήτησα πουράκια!), καθόμαστε στην «Ήββη» των Εξαρχείων για μασλάτι με θέα τα τσίγκια και τα συρματοπλέγματα (προστέθηκαν το περασμένο Σαββάτο, μην τυχόν και περάσει πουλί πετούμενο…), λέμε για τα πολιτικά, λέμε για τη Δυτική Μακεδονία (πατρίδα του παππού μου του Χρήστου και του Θανάση επίσης), λέμε για τη ζωή στη συμπρωτεύουσα («αφόρητη», επιμένει ο κολλητός), λέμε για τις ομάδες μας (Παναθηναϊκός εγώ, Ηρακληδεύς το καρντάσι, πικραμένοι αμφότεροι), φτάνουμε κάποια στιγμή και στα πιο σοβαρά.

«Ρε φίλε», τον ρωτάω, «σαραντάρησες εσύ, τριάντα πέντε το κορίτσι, πως και δεν σκέφτεστε να κάνετε κάνα παιδί;»
Με κοιτάει ο Θανάσης στραβά (όσο στραβά μπορεί να σε κοιτάξει ένας οπαδός του Ηρακλέους, νταξ), με ξανακοιτάει, πίνει μια γουλιά φρέντο, ξεφυσάει, γυρνάει, μου λέει:
«Σε τι κόσμο να το φέρω ρε Χρηστάρα; Στον κόσμο που μεγάλωσες εσύ, στον κόσμο που μεγάλωσα εγώ, είχε μια ελπίδα. Τώρα τι έχει;»
Το βούλωσα εγώ, συνέχισε αυτός:

«Και πες ότι γίνεται το θαύμα και πάμε προς το καλύτερο αντί για το χειρότερο. Πώς ακριβώς θα το μεγαλώσω το παιδί; Με το ένα χιλιάρικο το μήνα εγώ και άλλα τόσα το κορίτσι μου, που λήγουν οι συμβάσεις μας σε κάτι μήνες και από τώρα τρέμουμε μη γίνει καμιά στραβή και δεν ανανεωθούν; Και τώρα δηλαδή, με το ενοίκιο στο Θεό, ίσα ίσα τα βγάζουμε πέρα, πώς θα θρέψουμε ένα στόμα επιπλέον; Εκτός κι αν μετακομίσουμε όλοι μαζί στο χωριό μου στην Κοζάνη, αλλά θα τρώμε χόρτα αλάδωτα για να επιβιώσουμε…»

Τον θυμήθηκα τον Βασίλη χτες που κυκλοφόρησε η «Εφημερίδα των Συντακτών» με πρωτοσέλιδο τίτλο κανονιά:
«Ηχηρή προειδοποίηση από την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή:
Κίνδυνος Δημογραφικής Κατάρρευσης.
Η Ελλάδα στην ομάδα χωρών με τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας στην ΕΕ και με την 4η φορολόγηση εργαζομένων με παιδιά στον ΟΟΣΑ».
Δυο λεπτομέρειες από το εντός ρεπορτάζ που υπογράφει η Χριστίνα Κοψίνη:
«Το υπουργείο Οικογένειας και Κοινωνικής Συνοχής είναι μόνο ένα κέλυφος αρμοδιοτήτων, αφού εννέα μήνες μετά απ’ τη σύστασή του, ούτε οργανόγραμμα ούτε οριζόντιες υποστηρικτικές υπηρεσίες ανθρωπίνου δυναμικού και οικονομικών υπηρεσιών έχει, ενώ η διοικητική και οικονομική υποστήριξη του υπουργείου παρέχεται από τις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης».

Καθρέφτες και καπνοί που λέμε εμείς τα αμερικανάκια, χωριά Ποτέμκιν που θα λέγανε όσοι περάσανε κάποτε απ’ τον Περισσό.

Συν μία πρόταση της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής:
«Μέριμνα και παρότρυνση με ιδιαίτερα κίνητρα για τις πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις για την εφαρμογή μέτρων συμφιλίωσης προσωπικής/οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής».

Να το διαβάζει ο δόλιος ο Πισσαρίδης και να τρυπάει η πίεσή του το ταβάνι! Άκου «ιδιαίτερα κίνητρα» για τις «πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις», άκου εκεί…

Αλλά να μην το λήξω, να το πάω λίγο παρακάτω, έχουμε χώρο και τέλος πάντων κάπως πρέπει να το δικαιολογήσω το μεροκάματο. Να πάω σε ένα σχετικώς πρόσφατο άρθρο των New York Times, οργάνου της Κομιντέρν και των παραφυάδων της, που παραθέτει σενάριο της Ραφαέλας Ντάνζυγκιερ, πολιτικής επιστημόνισσας του Πρίνστον, για την περίδίνηση μιας χώρας μέσω δημογραφικού αφενός και κυβερνητικής αδιαφορίας αφετέρου. Λα τα μινόρια:
«Όταν μια περιοχή αρχίζει να χάνει πληθυσμό, ο κυβερνητικός μηχανισμός τείνει να την εγκαταλείπει. Κλείνουν σχολεία, γιατί λιγοστεύουν τα παιδιά. Τα τραίνα και τα λεωφορεία είτε βαράνε εξαφανιζόλ, είτε περιορίζουν τα δρομολόγιά τους. Τα νοσοκομεία βάζουν λουκέτο. Και κάπως έτσι η ζωή γίνεται δυσκολότερη σε πρακτικό επίπεδο, αλλά και σε ψυχολογικό επίσης. Ο κόσμος αισθάνεται παρατημένος από τις πολιτικές ελίτ. Κι εκεί βρίσκουν ευκαιρία και τρουπώνουν οι ακροδεξιοί»!

Τροφή για σκέψη και κραυγή αγωνίας, από την ελληνική επαρχία που αντί για υποδομές αποκομίζει φούμαρα τύπου «ψηφιακό σχολείο». Και περιμένουμε ύστερα να στρωθούν στην τεκνοποίηση οι συμπατριώτες μας και να σώσουν το ασφαλιστικό και τις συντάξεις…

Υ.Γ.: Σε σχέση με τον δικό μου τίτλο, τον σημερινό, υπενθυμίζω την προ μηνός έρευνα του Eteron που μας έλεγε ότι το 44 % των νέων θέλει να φύγει από τη χώρα. Γκέγκε;

Χρήστος Ξανθάκης