Η κρίση του Τύπου, και ειδικά του έγχαρτου, είναι κοινός τόπος και δεν έχει μία και μόνη αιτία. Μιλώντας ιδιαίτερα για την Ελλάδα, είναι κρίση εμπιστοσύνης, κρίση ψηφιακής μετάβασης, κρίση επιχειρηματικού μοντέλου των ΜΜΕ, είναι φυσικά κρίση διαπλοκής, κρίση κρατικής και επιχειρηματικής χειραγώγησης των μέσων, που άλλωστε έχει φέρει την Ελλάδα στη θλιβερή θέση 108 διεθνώς στην ελευθερία του Τύπου.
Μια διάσταση, όμως, αυτής της κρίσης αφορά τον ίδιο τον μηχανισμό της κυκλοφορίας. Πόσες χιλιάδες άνθρωποι στην Πελοπόννησο, στη Θράκη, στην Ηπειρο ή στα νησιά θέλουν να αγοράσουν εφημερίδα, αλλά αδυνατούν γιατί το πλησιέστερο σημείο πώλησης βρίσκεται πια σε απόσταση ακόμη και 100 χιλιομέτρων από τα σπίτια τους;
Η «Εφ.Συν.», ως ανεξάρτητη, συνεταιριστική εφημερίδα που κυριολεκτικά μόνο εργοδότη της έχει τους αναγνώστες της και βασικό έσοδο την κυκλοφορία της, αναλαμβάνει μια θεσμική πρωτοβουλία με στόχο την κρατική στήριξη των σημείων πώλησης του Τύπου εκεί που εξαφανίζονται χρόνο με τον χρόνο, στερώντας από τους πολίτες το δικαίωμα στην έντυπη ενημέρωση.
Με επιστολή που έχει αποστείλει σε όλες τις Ενώσεις του Τύπου (εργαζομένων, ιδιοκτητών, επαγγελματιών) τις καλεί να αναλάβουν θεσμική πρωτοβουλία διαλόγου και επεξεργασίας συγκεκριμένων προτάσεων προς την πολιτεία να επιδοτήσει την πρόσβαση των πολιτών στον έγχαρτο Τύπο, όπως συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. Είναι δουλειά κάθε εκδοτικής επιχείρησης να αναζητήσει τρόπους ψηφιακής μετάβασης των μέσων της. Αλλά είναι δουλειά της πολιτείας να εγγυηθεί ότι, στο όνομα αυτής της μετάβασης και της «απελευθερωμένης αγοράς», κανείς δεν θα αποκλείεται από το δικαίωμα να ενημερώνεται λερώνοντας και τα δάχτυλά του με λίγο μελάνι.
Η επιστολή προς τις Ενώσεις
Η επιστολή της «Εφ.Συν.» προς τις Ενώσεις του Τύπου (εστάλη στις 31/1/2024) αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:
«Εδώ και μια δεκαετία είμαστε μάρτυρες της συνεχιζόμενης συρρίκνωσης των κυκλοφοριών των εφημερίδων και όλου του έγχαρτου Τύπου. Παρότι αυτό αποτελεί μια παγκόσμια και αναπόφευκτη τάση, λόγω της ψηφιακής μεταμόρφωσης και μετάβασης των ΜΜΕ και της ενημέρωσης, η έκταση και η ένταση που παίρνει το φαινόμενο στη χώρα μας την καθιστά πανευρωπαϊκή, αν όχι και παγκόσμια εξαίρεση.
Με όποια χώρα κι αν επιλεγεί, η σύγκριση είναι συντριπτική. Στη Γερμανία, από τα 25 εκατ. φύλλα της δεκαετίας του 1990, η κυκλοφορία έχει πέσει στα 11 εκατ., αλλά και πάλι αντιστοιχεί σχεδόν στο 14% του συνολικού πληθυσμού. Στην Πορτογαλία, με πληθυσμό 10,3 εκατ., οι δέκα μεγαλύτερες καθημερινές εφημερίδες πουλούσαν πέρσι πάνω από 500.000 φύλλα και στο Βέλγιο, με παρόμοιο πληθυσμό, περίπου 1 εκατ., αριθμοί που αντιστοιχούν στο 5% και στο 10% του πληθυσμού των δύο χωρών.
Στην Ελλάδα, παρότι η επιλογή των περισσότερων εκδοτικών ομίλων να βγουν από την επίσημη μέτρηση του πρακτορείου διανομής δυσκολεύει τη διαφάνεια και την ακριβή αποτύπωση της κατάστασης, η πραγματική κυκλοφορία των καθημερινών εφημερίδων έχει πέσει κάτω από τα 50.000 φύλλα, που αντιστοιχεί σε λιγότερο από 0,5% του πληθυσμού, και η εικόνα βελτιώνεται ελάχιστα με τις εκδόσεις Σαββατοκύριακου, που η κυκλοφορία τους μετά βίας αντιστοιχεί στο 1% του πληθυσμού (...).
Σύμφωνα με τα στοιχεία του μοναδικού πρακτορείου διανομής Τύπου στη χώρα, σε όλη την επικράτεια τυπικά υπάρχουν 4.100 σημεία πώλησης εφημερίδων και περιοδικών, που τροφοδοτούνται από 20 διανομείς στην Αττική και 50 υποπρακτορεία στην υπόλοιπη χώρα, συμπεριλαμβανομένων 30 σε νησιά, χωρίς να είναι σαφές και βέβαιο πόσα από αυτά λειτουργούν χειμώνα-καλοκαίρι.
Στο δίκτυο πωλήσεων περιλαμβάνονται μετά την πανδημία και μόλις 167 σούπερ μάρκετ, από τα 2.700 καταστήματα που διαθέτουν οι 53 αλυσίδες σε όλη τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση τα πραγματικά σημεία πώλησης εφημερίδων και περιοδικών έχουν συρρικνωθεί στο 1/3 όσων λειτουργούσαν πριν από δέκα και πλέον χρόνια. Μεγάλα τμήματα της επικράτειας, κωμοπόλεις και χωριά, δεν έχουν ούτε ένα σημείο πώλησης ή απαιτούν ακόμη και από τους αφοσιωμένους αναγνώστες και αγοραστές εφημερίδων να διανύσουν δεκάδες χιλιόμετρα (...).
Πώς ακριβώς παίζει η πολιτεία τον ρόλο της στην εξασφάλιση πρόσβασης των πολιτών όλης της επικράτειας στην έντυπη ενημέρωση, με τον ίδιο τρόπο που μεριμνά για τη ραδιοτηλεοπτική κάλυψη ή για την πρόσβαση στο διαδίκτυο και του πιο απομακρυσμένου χωριού; Προφανώς όχι με τις πενιχρές, έκτακτες επιδοτήσεις (μεταφορικού κόστους και χαρτιού) της τελευταίας διετίας, που ηχούν ως ανέκδοτο μπροστά στα 125 εκατ. τον χρόνο που δίνει, για παράδειγμα, η βελγική κυβέρνηση μόνο για να επιδοτεί την ταχυδρόμηση 600.000 εντύπων κάθε μέρα σε πολίτες που μένουν και στο πιο απομακρυσμένο χωριό.
Η επιδότηση της διανομής, μαζί με τις επενδύσεις που γίνονται και από ιδιωτικές επιχειρήσεις για να βρίσκονται οι εφημερίδες και τα περιοδικά σε σταθμούς μετρό και σιδηροδρόμου, καταστήματα, σούπερ μάρκετ ή για να φτάνουν νωρίς το πρωί σε εκατοντάδες χιλιάδες γραμματοκιβώτια είναι μια γενικευμένη πρακτική σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., για να μη μιλήσει κανείς για το τι συμβαίνει στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ιαπωνία, την Κίνα ή την Αυστραλία, με τις τεράστιες αποστάσεις. Μόνο στην Ελλάδα φαίνεται ότι πολιτεία και λοιποί εμπλεκόμενοι περιμένουν μοιρολατρικά τον βίαιο, πρόωρο θάνατο της έγχαρτης ενημέρωσης, και μαζί αρκετών εκδοτικών επιχειρήσεων που εξαρτώνται κυρίως από τα κυκλοφοριακά έσοδα.
Η πρότασή μας προς τις Ενώσεις του Τύπου (δημοσιογράφων, τεχνικών, διοικητικών, ιδιοκτητών, διανομέων, πρακτόρων, εφημεριδοπωλών κ.ά.) έχει ως εξής:
● Τις καλούμε να επεξεργαστούν ένα κοινό αίτημα προς την κυβέρνηση να επιδοτηθεί σημαντικά και συστηματικά η ανάπτυξη και ανάκτηση σημείων πώλησης εφημερίδων και περιοδικών, ιδιαίτερα σε περιοχές από τις οποίες απουσιάζουν εντελώς ή είναι ελάχιστα και διεσπαρμένα σε τεράστιες αποστάσεις, ακόμη και 100 χιλιόμετρα μακριά από χωριά και κωμοπόλεις με πολλούς κατοίκους.
● Η επιδότηση δεν πρέπει να έχει τόσο τη μορφή εσόδου προς τις εκδοτικές επιχειρήσεις ή το πρακτορείο διανομής όσο κυρίως τη μορφή κινήτρου προς μικρές επιχειρήσεις (μίνι μάρκετ, περίπτερα, κιόσκια κ.ά.) να βάλουν τα έντυπα στα ράφια και στις προθήκες τους. Και να συναρτηθεί με αυστηρές προϋποθέσεις για την ανάρτηση του Τύπου, τη σωστή και έγκαιρη αποστολή κυκλοφοριακών στοιχείων κ.λπ.
● Να απαιτήσουν την πραγματική και όχι προσχηματική εφαρμογή της δυνατότητας πώλησης εφημερίδων στα σούπερ μάρκετ, που κατά τεκμήριο διαθέτουν το πιο ευρύ δίκτυο καταστημάτων εγγύτερα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές.
● Να απαιτήσουν από την κυβέρνηση την επιδότηση μέρους του κόστους ταχυδρομικής αποστολής των εφημερίδων σε συνδρομητές που προτιμούν ακόμη την έντυπη από την ψηφιακή μορφή τους.
Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ»