Θα τα γράψω λίγο χύμα αγαπητές αναγνώστριες και αγαπητοί αναγνώστες, γιατί είδα το βίντεο από τη φρικωδία στον Πειραιά κι έχει γίνει πουρές το μυαλό μου.
Λένε ότι από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια.
Καμιά φορά τη μαθαίνεις κι από δεξιό θα συμπληρώσω εγώ, καμιά φορά τη μαθαίνεις κι από δεξιό.
Βλέπε τον φημισμένο Αμερικάνο συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών Τζο Γουάμπαου, που πιο δεξιά του είναι ο τοίχος μόνο. Δεξιός με πεντιγκρί και φίλος των δυνάμεων της τάξεως όσο δεν παίρνει.
Αλλά αυτός ο τύπος ο υπερσυντηρητικός, έχει γράψει μια αλήθεια που θα μείνει στους αιώνες. Μια αλήθεια για τα τρία πράγματα που πρέπει να διακρίνουν έναν αστυνομικό της προκοπής.
Ορίστε, άνευ σειράς:
Συμπόνια, κοινή λογική και αίσθηση του χιούμορ!
Αυτά είναι παιδιά, τίποτε παραπάνω δεν χρειάζεται, απολύτως τίποτε.
Και όχι μόνο για τους αστυνομικούς, αλλά για τον καθένα που φοράει κάποια στολή κι έχει κάποια εξουσία. Έστω την ελάχιστη αυτή εξουσία που μπορούν να έχουν κάτι τύποι εποπτεύοντες την είσοδο των επιβατών στο επιβατηγό πλοίο. Ακόμη κι αυτοί, θα στην κάνουν τη ζημιά δίχως συμπόνια, κοινή λογική και αίσθηση του χιούμορ.
Και τι ζημιά, ε;
Τη μία στιγμή τρέχεις να προλάβεις μη φύγει το καράβι δίχως εσένα και την επόμενη παίρνουν τηλέφωνο την οικογένειά σου για να έρθει να παραλάβει το πτώμα. Ζωή και θάνατος στην Ελλάδα 2.0…
Αλλά μιας και το πιάσαμε με τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, θα περάσω κι από τα γραπτά της καταπληκτικής Βρετανίδας Μάρτζερυ Άλινγχαμ. Σημειώνει στο μυθιστόρημά της
“The tiger in the smoke” (“Ένας τίγρης στην αιθαλομίχλη”, από τις εκδόσεις “Αγρα”) για έναν επιθεωρητή της λονδρέζικης αστυνομίας:
“Όπως είχε μαντέψει η Αμάντα, βασικά με τον εαυτό του ήταν θυμωμένος. Καλύτερος αστυνομικός δεν υπήρχε, γιατί δεν φαντασίωνε ούτε για μια στιγμή ότι ήταν δικαστής ή ένορκος, δεσμοφύλακας ή δήμιος. Τσοπανόσκυλο ήθελε να είναι κι ως την ώρα που θα συλλάμβανε τον κακοποιό θεωρούσε ότι έπρεπε τόσο να τον κυνηγάει όσο και να τον προστατεύει. Να τον βρει έπρεπε κι ύστερα να τον μαζέψει σώο και αβλαβή”.
Όπως τα γράφει η Μάρτζερυ το 1952 που εκδόθηκε το μυθιστόρημα:
Ούτε δικαστής, ούτε ένορκος, ούτε δεσμοφύλακας, ούτε δήμιος.
Κι όμως, στην Ελλάδα 2.0, στη χώρα που ηγείται της τέταρτης βιομηχανικής επαναστάσεως (α, ρε γίγαντα Οικονόμου με τα χωρατά σου…), είμαστε τίγκα στους δικαστές, στους ενόρκους, στους δεσμοφύλακες και στους δήμιους. Και όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ο καθένας και η καθεμιά εκτοξεύουν όλη τη χολέρα που κρύβουν μέσα τους, αλλά και στην κανονική ζωή πλέον, αυτό το πράγμα τέλος πάντων που συνηθίσαμε να αποκαλούμε κανονική ζωή στον καταραμένο τόπο…
Συμβαίνουν όμως κάτι τέτοια, όταν ένας σωρό κόσμος υιοθετεί το ρητό της Μάργκαρετ Θάτσερ:
Δεν υπάρχει κοινωνία αγαπούλες μου κι όξω απ’ την πόρτα!
Δεν υπάρχει αλληλεγγύη, δεν υπάρχει έλεος, δεν υπάρχει ταύτιση με τον διπλανό και τη διπλανή όσο κι αν ταλαιπωρούνται, όσο και αν βασανίζονται, όσο κι αν τρώνε σκατά πρωί και βράδυ.
Εμείς να ‘μαστε καλά κι οι άλλοι όπως όπως, που έλεγε και μια κτηνώδης γνωστή μου στα Τρίκαλα.
Και κάπως έτσι καταλήγεις από ένας άνθρωπος ζωντανός με οικογένεια, με φίλους, με συνάδελφους, με γειτόνους, να σε κουβαλάνε στο τραπέζι του νεκροτομείου για να σε σκίσουνε.
Ο Θεός ας αναπαύσει τις ψυχές των αμνών, γιατί οι λύκοι έχουν βγει για κυνήγι…
Καμιά φορά τη μαθαίνεις κι από δεξιό θα συμπληρώσω εγώ, καμιά φορά τη μαθαίνεις κι από δεξιό.
Βλέπε τον φημισμένο Αμερικάνο συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών Τζο Γουάμπαου, που πιο δεξιά του είναι ο τοίχος μόνο. Δεξιός με πεντιγκρί και φίλος των δυνάμεων της τάξεως όσο δεν παίρνει.
Αλλά αυτός ο τύπος ο υπερσυντηρητικός, έχει γράψει μια αλήθεια που θα μείνει στους αιώνες. Μια αλήθεια για τα τρία πράγματα που πρέπει να διακρίνουν έναν αστυνομικό της προκοπής.
Ορίστε, άνευ σειράς:
Συμπόνια, κοινή λογική και αίσθηση του χιούμορ!
Αυτά είναι παιδιά, τίποτε παραπάνω δεν χρειάζεται, απολύτως τίποτε.
Και όχι μόνο για τους αστυνομικούς, αλλά για τον καθένα που φοράει κάποια στολή κι έχει κάποια εξουσία. Έστω την ελάχιστη αυτή εξουσία που μπορούν να έχουν κάτι τύποι εποπτεύοντες την είσοδο των επιβατών στο επιβατηγό πλοίο. Ακόμη κι αυτοί, θα στην κάνουν τη ζημιά δίχως συμπόνια, κοινή λογική και αίσθηση του χιούμορ.
Και τι ζημιά, ε;
Τη μία στιγμή τρέχεις να προλάβεις μη φύγει το καράβι δίχως εσένα και την επόμενη παίρνουν τηλέφωνο την οικογένειά σου για να έρθει να παραλάβει το πτώμα. Ζωή και θάνατος στην Ελλάδα 2.0…
Αλλά μιας και το πιάσαμε με τους συγγραφείς αστυνομικών μυθιστορημάτων, θα περάσω κι από τα γραπτά της καταπληκτικής Βρετανίδας Μάρτζερυ Άλινγχαμ. Σημειώνει στο μυθιστόρημά της
“The tiger in the smoke” (“Ένας τίγρης στην αιθαλομίχλη”, από τις εκδόσεις “Αγρα”) για έναν επιθεωρητή της λονδρέζικης αστυνομίας:
“Όπως είχε μαντέψει η Αμάντα, βασικά με τον εαυτό του ήταν θυμωμένος. Καλύτερος αστυνομικός δεν υπήρχε, γιατί δεν φαντασίωνε ούτε για μια στιγμή ότι ήταν δικαστής ή ένορκος, δεσμοφύλακας ή δήμιος. Τσοπανόσκυλο ήθελε να είναι κι ως την ώρα που θα συλλάμβανε τον κακοποιό θεωρούσε ότι έπρεπε τόσο να τον κυνηγάει όσο και να τον προστατεύει. Να τον βρει έπρεπε κι ύστερα να τον μαζέψει σώο και αβλαβή”.
Όπως τα γράφει η Μάρτζερυ το 1952 που εκδόθηκε το μυθιστόρημα:
Ούτε δικαστής, ούτε ένορκος, ούτε δεσμοφύλακας, ούτε δήμιος.
Κι όμως, στην Ελλάδα 2.0, στη χώρα που ηγείται της τέταρτης βιομηχανικής επαναστάσεως (α, ρε γίγαντα Οικονόμου με τα χωρατά σου…), είμαστε τίγκα στους δικαστές, στους ενόρκους, στους δεσμοφύλακες και στους δήμιους. Και όχι μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ο καθένας και η καθεμιά εκτοξεύουν όλη τη χολέρα που κρύβουν μέσα τους, αλλά και στην κανονική ζωή πλέον, αυτό το πράγμα τέλος πάντων που συνηθίσαμε να αποκαλούμε κανονική ζωή στον καταραμένο τόπο…
Συμβαίνουν όμως κάτι τέτοια, όταν ένας σωρό κόσμος υιοθετεί το ρητό της Μάργκαρετ Θάτσερ:
Δεν υπάρχει κοινωνία αγαπούλες μου κι όξω απ’ την πόρτα!
Δεν υπάρχει αλληλεγγύη, δεν υπάρχει έλεος, δεν υπάρχει ταύτιση με τον διπλανό και τη διπλανή όσο κι αν ταλαιπωρούνται, όσο και αν βασανίζονται, όσο κι αν τρώνε σκατά πρωί και βράδυ.
Εμείς να ‘μαστε καλά κι οι άλλοι όπως όπως, που έλεγε και μια κτηνώδης γνωστή μου στα Τρίκαλα.
Και κάπως έτσι καταλήγεις από ένας άνθρωπος ζωντανός με οικογένεια, με φίλους, με συνάδελφους, με γειτόνους, να σε κουβαλάνε στο τραπέζι του νεκροτομείου για να σε σκίσουνε.
Ο Θεός ας αναπαύσει τις ψυχές των αμνών, γιατί οι λύκοι έχουν βγει για κυνήγι…
Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (06.9.2023)