Εχουμε πιαστεί χέρι χέρι και χορεύουμε σαν τους Ινδιάνους τον χορό της «λιακάδας», προσευχόμαστε στον ύψιστο για έναν ήπιο χειμώνα μήπως και γλιτώσουμε από το αυξημένο κόστος θέρμανσης –αλί στους έχοντες σύνδεση με φυσικό αέριο– και κανένα εγκεφαλικό.
Τις παλιές καλές εποχές δείγμα πλούτου ενός νοικοκυριού ήταν το πόσο ακριβά ήταν τα έπιπλα, οι κουρτίνες, οι ίντσες της τηλεόρασης. Τώρα δείγμα ευημερίας είναι το αναμμένο καλοριφέρ και πόσα φαγητά μαγειρεύτηκαν στον φούρνο. Τέλος πάντων, όλον αυτόν τον καιρό, ακούγοντας τις εκκλήσεις για εξοικονόμηση ενέργειας και τα περί ατομικής ευθύνης που συστήνεται διά πάσα κρίση και πάσα κυβερνητική ανικανότητα, ζω déjà vu.
Στα παιδικά χρόνια της δικής μου γενιάς ακούγονταν συγκεκριμένες ατάκες μέσα στα σπίτια. Ηταν οι εποχές που η μέση ελληνική οικογένεια προσπαθούσε να βάλει ένα δικό της κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της, με υψηλά επιτόκια, να αποκτήσει ένα προκάτ εξοχικό στην Κερατέα ή στη Λούτσα, να πάρει αυτοκίνητο και οι γονείς να προσφέρουν στα παιδιά τους κάτι παραπάνω, απ΄όσα οι ίδιοι στερήθηκαν. Σαν να ακούω ξανά τον μακαρίτη τον πατέρα μου να διαμαρτύρεται… «Κλείστε κανένα φως. Δεν είμαι ούτε ιδιοκτήτης ούτε χορηγός της ΔΕΗ». «Ούτε η Πετρόλα δεν έχει τόσα φώτα αναμμένα». «Μην αφήνετε τις βρύσες να τρέχουν. Τι θέλετε, να πλουτίσει η ΟΥΛΕΝ;».
Θυμάμαι τις όχι και τόσο παλιές εποχές που διαμαρτυρόμουν στη μάνα μου γιατί έφτιαχνε παστίτσιο στο μεγάλο ταψί του φούρνου, γιατί «είπαμε, ρε μάνα, ότι το πεθυμήσαμε αλλά δεν θέλουμε να τρώμε τρεις μέρες το ίδιο φαγητό». Αλλά η μάνα μου, που την… ατομική ευθύνη την έχει κάνει επιστήμη και θεωρεί ότι η εξοικονόμηση ενέργειας (και πολλών άλλων) είναι δείγμα νοικοκυροσύνης, είχε σταθερά το ίδιο επιχείρημα. «Δεν θα ανάψω φούρνο για ένα ταψάκι. Προτιμώ να πάω ταξίδια και όχι να πληρώνω κερατιάτικα στη ΔΕΗ» και… έριχνε και μια χορτόπιτα στον φούρνο. Προβλέπω ότι και κερατιάτικα θα συνεχίσουμε να πληρώνουμε και ταξίδια δεν θα πάμε…
Αρτεμις Σπηλιώτη / ΕφΣυν