«Ποιος θέλει να αρχίσει το σχολείο;» Η ερώτηση του αιρετού της τοπικής αυτοδιοίκησης, προσκεκλημένου στον αγιασμό σε δημόσιο Λύκειο της Αθήνας, έμεινε μετέωρη. Σε πλήθος εκατοντάδων παιδιών ούτε ένα δεν σήκωσε το χέρι του. Η επιστροφή στους τέσσερις τοίχους της τάξης και στο περίφρακτο προαύλιο μόνο ελκυστική δεν είναι, ακόμα και αν τα περισσότερα παιδιά πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών τους στα τσιμέντα, με μικρά διαλείμματα σε χωριά και φιλοξενίες σε σπίτια φίλων.
Πρόκειται για μια γενιά που έχει ήδη διανύσει τρεις σχολικές χρονιές μετ' εμποδίων, ενώ πέρσι γνώρισε την ψυχρολουσία των γραπτών προαγωγικών-απολυτήριων εξετάσεων, οι οποίες για δύο χρόνια είχαν ματαιωθεί λόγω κορονοϊού. Είναι η γενιά που πρώτα έμαθε να σέρνει το δάχτυλο πάνω στην οθόνη του κινητού, πριν μάθει πώς να ξεφυλλίζει ένα βιβλίο ή πώς να πιάνει ένα μολύβι.
Οι καβγάδες με τους γονείς για το πόσες ώρες περνάει ο κάθε έφηβος στο κινητό θυμίζουν τους αντίστοιχους καβγάδες προηγούμενων γενιών για το πόσες ώρες ξοδεύει το παιδί στα «ουφάδικα» ή στο «χαζοκούτι», όπως έλεγαν ο παλιοί την τηλεόραση. Οποιος βιαστεί να ενοχοποιήσει την τεχνολογία, καλό είναι να θυμάται ότι κάθε γενιά έχει τον δικό της μπαμπούλα. Στη δεκαετία του '30, όταν μεσουρανούσαν οι ραδιοφωνικές εκπομπές περιπέτειας και μυστηρίου, οι σελίδες έγκριτων εφημερίδων φιλοξενούσαν επιστολές και άρθρα για τα ακροάματα που διαφθείρουν τη νεολαία και δημιουργούν ροπή στο έγκλημα.
Να σώσουν τα παιδιά τους από «την στραγγαλιστική επιρροή του Ταρζάν, του Μπακ Ρότζερς, και άλλων βλακωδών εκπομπών» συμβούλευε τους γονείς εκπαιδευτικός σε άρθρο των «Νew York Times» τον Μάρτιο του 1938, αποκαλώντας το ραδιόφωνο «τέρας Φρανκενστάιν που μπαίνει στα σπίτια μας και κλέβει τον ελεύθερο χρόνο των μαθητών». Πού να 'ξερε τι θα ακολουθούσε...
Αφροδίτη Τζιαντζή
Eφημερίδα των Συντακτών