Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

Μαλβίνα...

Φανταζόμουνα ότι θα γεράσει και θα είναι το καταφύγιό μου, μερικές νύχτες που θα χρειαζόμουνα μια ψαρόσουπα και μια αληθινή φίλη να πούμε τις μπούρδες μας. Μου το χάλασε!

του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου

Η Μαλβίνα ήταν ένα από τα λίγα πράγματα που άξιζαν στη μικροπρεπή και άφιλη φάρα μας -ένα πρόσωπο μεγάλης περηφάνιας και γενναιοδωρίας. Δεν έμοιαζε σε κανέναν. Κανείς δεν θα την υποκαταστήσει ποτέ. Ηταν προϊόν μιας μοναδικής χημείας που είχε μέσα Ισραήλ, την υγρασία της Κεντρικής Ευρώπης, τον τρόπο που ερωτεύονται τα λαϊκά κορίτσια στο Μενίδι, τα φληναφήματα του Ζουλάφσκι, ένα σχεδόν εργαστηριακό βλέμμα πάνω στην ανθρώπινη βλακεία, μεγάλη τρυφερότητα και υπέροχα μάτια, που ακόμα κι όταν γέλαγε ήταν σαν δακρυσμένα (...)

Αν και στην ιδιοφυή τηλεοπτική περσόνα της, όσο και στο gestalt της ιδιωτικής της ζωής η Μαλβίνα προέβαλλε την εικόνα της υποτακτικής γυναίκας που σκύβει το κεφάλι στα αρσενικά και βρίσκει γαλήνη στην κουζίνα της, εγώ νομίζω ότι ήταν ένα ποιητικό, επιβιωτικό αλητάκι που διέσχισε τον....ουρανό μόνο του -σαν πουλί που γι' αυτό δεν υπάρχει φωλιά. Ισως γι' αυτό και υπερεκτιμούσε τις αγκαλιές -των εραστών και των φίλων της. Ισως γι' αυτό μυθοποιούσε το γάμο. Η Μαλβίνα ήταν πάντα μια περιπλανώμενη, παιδί αγνώστου πατρός -κι αυτό της προσέδιδε παρατολμία και ιδιωματικότητα (...). Οταν γύρισε από τις χημειοθεραπείες της Αμερικής βγήκαμε σε ένα ταβερνάκι κοντά στο σπίτι της, στην Πλάκα. Μόλις είχε μπει το φθινόπωρο, τα μαλλιά της είχαν μακρύνει, το πρόσωπό της ήταν γαλήνιο. Ποτέ δεν την είχα δει τόσο όμορφη και της το είπα. Δεν είχε εκείνη τη λάμψη του άστρου που καίγεται και που την έκανε διάσημη -ήταν μια επιτέλους ήσυχη (ή συνθηκολογημένη;) γυναίκα, που έπινε λίγο άσπρο κρασί και χαμογελούσε στη βραδινή δροσιά. Πίστευε και πιστεύαμε ότι το κακό έχει περάσει, τουλάχιστον έτσι της είχαν πει. Εκανε ψύχρα και φόρεσε τη ζακέτα της -απτή και γήινη, αυτό το σιδερένιο κορίτσι που τρομοκράτησε τον Σημίτη και την έτρεμαν για τον τσαμπουκά της και την ιδιορρυθμία της. Τελευταία φορά την είδα στην Ευρωκλινική, λίγο πριν μπει ο χειμώνας. Ηταν πριν την απόλυτη κατάρρευση. Δεν χρειάζεται να πω τις εξευτελιστικές λεπτομέρειες. Είχε σταματήσει πια να γράφει τη στήλη της στο symbol, μετά βίας ρουφούσε το νερό με το καλαμάκι. Ηταν βράδυ, μετά τη δουλειά -τη βγάλαμε στο μπαλκονάκι πάνω από τον κήπο και είχε ένα ωραίο φεγγάρι στον κόκκινο ουρανό. "Πες μου σε παρακαλώ, μυρίζω;", με ρώτησε κοιτώντας με στα μάτια. Ο Αντώνης Τσιπιανίτης (ένας από τους στενότερους φίλους της) πήγε μέσα για να μην τον δει κι έβαλε τα κλάματα. "Οχι, Μαλβίνα στ' ορκίζομαι, δεν μυρίζεις", της είπα και την αγκάλιασα. Αλλά ήδη ήξερε. Και ήξερα.

Ανθρωποι σαν τη Μαλβίνα, επειδή είναι τόσο αταίριαστοι και ιδιαίτεροι, πολλές φορές χάνονται, γιατί τρομάζουν την κοινωνία. Η Μαλβίνα ευτύχησε να γίνει σταρ (πάντα ένιωθε σταρ) και να περάσει αρχοντικά ως προς το ζην. Μερικοί προσπάθησαν να την εξαφανίσουν και εν μέρει τα κατάφεραν -κυρίως όμως τα κατάφερε ένα προαίσθημα κούρασης που την κατέλαβε τα τελευταία χρόνια, και που δεν της άφηνε πίστη και σθένος για να δουλέψει όπως παλιά. Μια αδιαφορία επίσης για τη δόξα, που τη χόρτασε και τη γλέντησε.

Εγώ όμως δεν τη χόρτασα τη Μαλβίνα. Το εννοώ. Φανταζόμουνα ότι θα γεράσει και θα είναι το καταφύγιό μου, μερικές νύχτες που θα χρειαζόμουνα μια ψαρόσουπα και μια αληθινή φίλη να πούμε τις μπούρδες μας.

Μου το χάλασε!

-αναδημοσίευση από το ανανεωμένο site της LiFO