Είναι μια σκηνή που τη θυμούνται όλοι οι Θεσσαλοί άνω των δεύτερων “άντα”.
Όπου έχει κερδίσει η Λάρισα το πρωτάθλημα (άφηνε κι άλλο κόσμο ο Καπετάνιος να παίρνει τίτλους, όχι όπως ο Σώκρατες!), έχει γίνει χαμός, έχει λαλήσει ο κούκος, έχει καεί το πελεκούδι (μετά απ’ τα λάστιχα στην εθνική οδό για τα ούρα του Τσίγκωφ…), βγάνει η κρατική τηλεόραση (μόνο ΕΡΤ υπήρχε τότε) συνέντευξη με Μητσιμπόνα και Βουτυρίτσα.
Μιλάει πρώτος ο συγχωρεμένος ο Γιώργαρος που ήταν κάπτεν της ομάδας, λέει, λέει, λέει.
Σιωπηλός ο Βουτυρίτσας πλάι του.
Ρωτάει ο δημοσιογράφος, ξανά μανά μπλα, μπλα, μπλα ο Μητσιμπόνας.
Ξαναρωτάει ο δημοσιογράφος, άντε πάλι ο Μητσιμπόνας να εξηγεί.
Ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε, γύρισε στον συμπαίκτη του και ξεστόμισε μπροστά στην κάμερα μια από τις πιο δυνατές ατάκες της ελληνικής μικρής οθόνης:
“Κραίνε κι εσύ ρε μούτε, μας παίρνουν τα βίντεα”!
Στη γλώσσα που μιλάτε εσείς οι Έλληνες εκτός κάμπου, αυτό σημαίνει “μίλα κι εσύ ρε μουγκέ”, εξηγήσεις άλλη φορά, μη χαωνόμαστε.
Στον Βουτυρίτσα θέλω να μείνω, που μας τον θυμίζει όλο και περισσότερο ο Αλέξης Τσίπρας, είτε θέλουμε να το παραδεχτούμε είτε δεν θέλουμε.
Και σε ποια χρονική στιγμή, παρακαλώ;
Αναστενάζει κόσμος και κοσμάκης στην Ελλάδα 2.0, βλαστημάνε νέοι, γέροι και παιδιά, καταρρακώνεται κάθε αξιοπιστία άλλοτε κραταιών θεσμών, αδειάζει η πορτοφόλα από τις είκοσι του μηνός για τους καλοστεκούμενους και από τις δέκα για τους μη προνομιούχους, αράδα η λάσπη για το έγκλημα των Τεμπών, μπιστολίδι παντού και ασφάλεια ζερό, γελάει καθημερινά με την πάρτη μας ο Ερντογάν, ακόμη και οι Γιαπωνέζοι που μια φορά κι έναν καιρό λυσσάγανε για την ελληνική τεχνολογία, πλέον μας γυρίζουν την πλάτη.
- Κι ο Τσίπρας, που;
- Κι ο Τσίπρας, τι;
- Κι ο Τσίπρας, πως;
ΟΚ, πήγε Αμερική και φωτογραφήθηκε με τον Μπέρνυ. Μάλιστα, παραμένει στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς και δεν ψάχνεται με Μακρόν και λοιπά σκυλόσογα.
Και λοιπόν;
Καμιά κουβέντα θα πει για την καθημερινή καντήφλα του Έλληνα και της Ελληνίδας, που μπαίνουν στο σούπερ μάρκετ και τους παίρνουν το σκαλπ, που θέλουν να βγουν ένα βράδυ έξω και μετράνε και το πενηνταράκι, που σκέφτονται ότι το παιδί θα χρειαστεί φροντιστήρια του χρόνου και ψάχνουν τα υπογλώσσια, που βλέπουν το καλοκαίρι να έρχεται και αναρωτιούνται αν θα πάνε και πουθενά αλλού εκτός απ’ τα μπαλκονήσια;
Γκαντάμιτ, ακόμη και ο Κώστας Καραμανλής που τόσες και τόσες φορές έχει κατηγορηθεί ότι το παρακάνει με το σιλάνς, όσον αφορά στα εθνικά θέματα δε βάζει γλώσσα μέσα. Κάθε τρεις και λίγο τα χώνει στην κυβέρνηση και όχι με απλές αιχμές πλέον, αλλά με νταηλίκι που θυμίζει το θείο του.
Κι ο Τσίπρας;
Αντί να έχει βγει μπροστά και να σέρνει το χορό, βλέπει τη Ζωή να τα χώνει χύμα και τσουβαλάτα και να σουμώνει όλο το χαρτί.
Και τον Αδρουλάκη, που υποδύεται το πρότυπο της θεσμικότητος να αισθάνεται καυτή την ανάσα του Βελόπουλου στο σβέρκο του.
Κάτι δεν πάει καλά, κάτι δεν χωράει στην εξίσωση, κάτι δεν στέκει στο τάιμινγκ…
Ως εκ τούτου Αλέξη, όπως σημείωνε κάποτε και ο Σαββόπουλος, ήρθε η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους και με ποιους θ’ αφήσεις.
Για να ξεκαθαρίσεις, επιτέλους, τι σκέφτεσαι όχι μόνο για την πάρτη σου αλλά και για την πατρίδα στο σύνολό της.
Για να διευκρινίσεις αν σκοπεύεις να πολεμήσεις ή σε βολεύει μια χαρά η διαβούλευση.
Για να θυμηθείς τους Jethro Tull και να ρωτήσεις τον εαυτό σου:
Τι δγιάλο είμαι εγώ; Πολύ παππούδι για rock ‘n’ roll ή πολύ νεούδι για το χρονοντούλαπο;
Χρήστος Ξανθάκης