Μην μ’ αρχίσει κανείς τώρα τις πονηριές του τύπου “προσοχή δεν είναι επαρχία, είναι περιφέρεια”, γιατί τον έχω πατήσει καταή και του ‘χω φάει τη ρέτζα. Μπορεί και τον καρύτζαφλο.
Συγγνώμη παιδιά, δεν μας ζαχαρώνουν κάτι τέτοια και δεν μας ζαχάρωναν και ποτέ εδώ που τα λέμε.
Επαρχιώτες είμαστε και θα είμαστε, καθώς και παντοτινά περήφανοι για τα χώματα που μας μεγάλωσαν, όσο κι αν κάποιοι άνθρωποί τους μας πλήγωσαν και μας ταλαιπώρησαν.
Οπότε αλλού τις αβρότητες, εδώ μετράνε λίγο περισσότερο οι καθαρές κουβέντες.
Και αφού το ξεκαθαρίσαμε αυτό, πάμε στο κουμπί τσ’ Αλέξαινας.
Στο απολύτως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η επαρχία είναι μάνα.
Μάνα και αιμοδότρια του τέρατος που ονομάζεται Αθήνα, της μοναδικής πρωτεύουσας στον κόσμο (μαζί με τα περίχωρα, ξέρω, ξέρω) που έχει καταφέρει να συγκεντρώσει το μισό πληθυσμό της χώρας ολόκληρης.
Το έψαξα, το κοίταξα, το είπα και στο φίλο μου τον Μιχάλη Παναγιωτάκη που ψοφάει να με βάζει στη θέση μου, τι να κάνει ο άνθρωπος αναγκάστηκε να συμφωνήσει.
Με την επιφύλαξη ότι ενδέχεται να συμβαίνει κάτι ανάλογο σε οντότητες τύπου Ναούρου, αλλά νταξ, έτσι το ξέρω κι εγώ και βαφτίζω πριγκιπάτο την Κουτσούφλιανη. Το Κούρσεβο, έστω…
Δεκάδες χρόνια τώρα, από τότε που η μετεμφυλιακή Ελλάς τσαλαβούταγε σε τροχιά υπανάπτυξης και επελέγη η αντιπαροχή ως κινητήριος δύναμη της οικονομίας, η επαρχία δεν έχει πάψει να προσφέρει τα τέκνα της, τα προϊόντα της και το μπαγιόκο της στην αδηφάγο Αθήνα. Ντουβάρια να γίνουν, στα ντουβάρια να μεγαλώσουν, απ’ τα ντουβάρια να προκόψουν. Στη στείρα μητρόπολη του Νότου, που δεν σταμάτησε ποτέ να εξαπλώνεται και να διογκώνεται. Μέσω της εσωτερικής μετανάστευσης και εισροής χρήματος, που πρόσθεταν στην ίδια αδιανόητο δυναμισμό και δυναμικό, αφαιρώντας τα από όλη την υπόλοιπη χώρα.
Και δούλευε το σενάριο.
Ώσπου κάποια στιγμή, ξεμείναμε από κομπάρσους…
Ώσπου κάποια στιγμή, γαμήθηκε η βασική μεταβλητή της εξίσωσης, καθότι ζακάτ’σε η επαρχία.
Τρικαλινά είναι τα ανωτέρω και σημαίνουν ότι της ήρθε αντράλα, στούφος, ντουβρουτζάς και ταβλάρισε.
Ως εδώ ήταν, δεν έχει άλλο, σώθηκε το λαδάκι, στέρεψε το αίμα της “λοιπής” Ελλάδας.
Μιλάει η φίλη μου η Μαρία, από το βαθύ κάμπο:
“Ρεπόρτερ, στείλ’ τους να μας δούνε, μπας και καταλάβουν. Ποια γεωργία, ποιά κτηνοτροφία, ποια μεταποίηση, ποια βιοτεχνία, ποια βιομηχανία, πάνε αυτά, άντε και αντίο. Ξέρεις τι έχει καταντήσει η επαρχία τώρα; Έχει καταντήσει ένα απέραντο πτωχοκομείο και γηροκομείο! Πάνε οι εποχές με τα διακόσια παιδιά στα δημοτικά σχολεία και τα πεντακόσια στα γυμνάσια, πάνε αυτά. Σβήνουμε, τελειώνει το παραμύθι και κρατιέται στη ζωή ο κόσμος με ψευτοδουλειές και επιδόματα της κακιάς ώρας. Και τον τουρισμό, όπου και όποτε υπάρχει σαιζόν. Αλλά περιμένεις από τον τουρίστα να σε σώσει…”
Φινίτα λα μούζικα, πασάτα λα φιέστα που λένε και οι γείτονες.
Πλάκα είχε όσο κράτησε, μόνο που πέσανε οι τίτλοι τέλους, ήρθε το “δι εντ” και άλλο δεν έχει.
Με δύο επιλογές για το μέλλον:
Ή γυρνάει κάποια απ’ τα δανεικά η Αθήνα στην επαρχία και κουτσά στραβά παίρνει παράταση ζωής
ή συνεχίζει το ίδιο βιολί νομίζοντας ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να φάει τις σάρκες της.
Απλό, πολύ απλό, αρκεί να μην είσαι γκάφαλος…
Υ.Γ.: Δείτε λίγο αυτό το παμπόνηρο και μεγαλοβδομαδιάτικο ΦΕΚ για μείωση των ορίων στους οικισμούς κάτω των 2.000 κατοίκων. Ήτανε στραβό το κλίμα στα χωριά, πλάκωσε τώρα να το φάει κι ο γάϊδαρος, μπερεκέτι!
Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (24.4.2025)