Δεν χρειάζεται να διαβάζεις τον καφέ.
Δεν απαιτείται να διαθέτεις το κληρονομικό χάρισμα.Ούτε καν σαν τον ρεπόρτερ Ξανθάκη να είσαι, που μόνο πότε θα πεθάνει δεν ξέρει.
Λίγο νιονιό να σου περισσεύει (κάτσε ρε Γιάνη κάτω, δε σε φωνάξαμε!), καταλαβαίνεις πολύ εύκολα ότι σε πρώτη ευκαιρία ενεργοποιείται το παραμυθάκι της ακρίβειας που εισβάλλει απ’ το εξωτερικό στην πολύπαθη πατρίδα μας:
* Κλάνει το μπαρμπούνι του Κινέζου;
Έρχεται νέο κύμα ακρίβειας!
* Μασάει ταραμά η κατσίκα του Ινδού;
Έρχεται νέο κύμα ακρίβειας!
* Κοπάναει δασμούς ο Ντόναλντ;
Έρχεται νέο κύμα ακρίβειας!
Και πάει λέγοντας…
Ιδίως τώρα όπου η κοσμαγάπητη Ούρσουλα θέλει να βάλει χέρι στα κονδύλια της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής για να στηρίξει τον επανεξοπλισμό της γηραιάς ηπείρου.
Και οδηγεί τον Επίτροπο Γεωργίας Κρίστοφ Χάνσεν, σε μάλλον δραματικές εκτιμήσεις του τύπου:
“Αν προσπαθήσουμε να ταΐσουμε περισσότερες ευρωπαϊκές προτεραιότητες με τον ίδιο προϋπολογισμό, όλοι θα πάρουν λιγότερα, και στο τέλος όλοι θα πεινάσουν”.
Την ίδια ώρα ο Γενικός Γραμματέας Εμπορίου, Σωτήρης Αναγνωστόπουλος, μιλώντας στο 15ο Food Retail Conference, δήλωσε ευθαρσώς για τις κυβερνητικές παρεμβάσεις (ο Θεός να τις κάνει…) κόντρα στην ακρίβεια:
“Tα μέτρα είχαν προσωρινό χαρακτήρα. Ήταν αναγκαία επειδή η πληθωριστική κρίση ήταν βαθιά, αλλά σταδιακά ατονούν και αποσύρονται. Ελπίζουμε να αποσυρθούν πλήρως όταν εξομαλυνθεί η κατάσταση”.
Και κάπως έτσι θα εκτοξευθούν στο εξώτερο διάστημα οι τιμές των τροφίμων, κάπως έτσι ούτε η μάνα θα τρώει ούτε στο παιδί θα δίνει, κάπως έτσι θα επιστρέψουν ασθένειες που είχαν άμεση σχέση με την κακή ποιότητα ή την έλλειψη τροφής, όπως το περιβόητο λεύκωμα. Το είχε πάθει η μάνα μου ούσα πιτσιρίκα και ορφανή, λίγο μετά απ’ την Κατοχή.
Τότε που έμεινε η γιαγιά μου η Μίνα με δυο παιδιά στα χέρια, το θείο μου το Νίκο και τη μάνα μου την Κουλίτσα. πώς να τα θρέψει;
Να ράβει ήξερε, πήρε μια ραπτομηχανή Singer.
Έστειλε το θείο μου σε κάτι συγγενείς στον Άγιο Γεώργιο (τότε Τσούρχλι) των Γρεβενών, κράτησε τη μάνα μου μαζί της στα Τρίκαλα.
Σε ένα δωμάτιο τη μεγάλωσε.
Στη μια γωνιά του δωματίου ήταν το κρεβάτι το σιδερένιο που κοιμότανε μαζί μάνα και κόρη.
Εκεί είχε δέσει σχοινιά η γιαγιά μου κι επάνω τους κρέμαγε τα υφάσματα που έραβε.
Στη δεύτερη γωνιά ήταν η ραπτομηχανή, στην τρίτη ένα τραπέζι που έβαζε επάνω τα υφάσματα για να τα κόψει.
Στα όρθια τρώγανε, σπάνια να κάτσουν να το ευχαριστηθούν.
Στην τέταρτη γωνία ήταν ένα βαρέλι με αλεύρι.
Για το ψωμί, που ζύμωνε η γιαγιά μου.
Καπακωμένο το βαρέλι με ένα ταψί χαλκωματένιο κι από πάνω η γκαζιέρα με την μία και μοναδική κατσαρόλα για το μαγείρεμα.
Κι έξω στην αυλή η τουλούμπα για να βγάζουν νερό, ένα παράπηγμα για τουαλέτα κι ένα δωματιάκι με μια κοπάνα για το πλύσιμο των ρούχων.
Κι ένα καζάνι, για να ζεσταίνουν νερό, να πλένουν τα ρούχα και να πλένονται κι οι ίδιες όπως μπορούσαν.
Το καλυβάκι ήταν δίπλα σε ένα σπίτι γνωστής τους φαμίλιας.
Ο πατέρας της διπλανής οικογένειας, έκανε κάτι εργολαβίες σε χωριά πάνω απ’ την Καλαμπάκα και του χάριζαν οι χωριανοί μήλα με τα τελάρα.
Αλλά να δώσουν αυτοί με τη σειρά τους στη γιαγιά μου και στη μητέρα μου;
Oύτε κοτσάνι!
Περίμενε λοιπόν η γιαγιά να κοιμηθούν όλοι κι έβγαινε μέσα στη μαύρη νύχτα κι έκλεβε πέντε-δέκα μήλα τη βδομάδα και έτσι γλυτώσανε μάνα και κόρη το σκορβούτο…
Αλλά όχι και το λεύκωμα η μαμά, μια ασθένεια που εύχομαι να μην τη συναντήσουν τα ελληνάκια του εικοστού πρώτου αιώνα.
Το εύχομαι, με όλη μου την καρδιά, διότι στην σύγχρονη Βρετανία, επέστρεψαν κάτι βαρβάτες παιδικές ασθένειες του δεκάτου ενάτου…
Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (9.4.2025)