Ο Αλέξης Τσίπρας -παρότι αποφεύγει να τοποθετείται ως βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ από το βήμα της Βουλής ακόμη και σε κορυφαίες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, όπως η πρόσφατη πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης εναντίον της κυβέρνησης- εμφανίζεται λαλίστατος ως πρόεδρος του νεόκοπου ινστιτούτου το οποίο φέρει το όνομά του. Τελευταία παρέμβασή του ήταν η «εθνική πυξίδα». Πρόκειται για μια εκτενή αναφορά των θέσεών του γύρω από τις ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις, τον ρόλο της Ελλάδας αλλά και την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Σε ό,τι αφορά το σκέλος των ελληνοτουρκικών διαφορών ο πρώην πρωθυπουργός εγκαλεί την κυβέρνηση Μητσοτάκη ότι με τη «στρατηγική του δεδομένου πρόθυμου» που ακολουθεί εν τέλει δεν εξασφαλίζει την υποστήριξη των συμμάχων στην ελληνοτουρκική διένεξη και την κατηγορεί για έλλειψη αποφασιστικότητας στο θέμα της ηλεκτρικής διασύνδεσης Κρήτης - Κύπρου. Από την άλλη ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ότι με τη στρατηγική της απομακρύνει κάθε προοπτική επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω της Χάγης. Πέραν της κριτικής, ο Αλέξης Τσίπρας προτείνει την υποστήριξη της τελωνειακής σύνδεσης της Τουρκίας με την Ε.Ε., την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. στην ανατολική Μεσόγειο (!) και όχι στο Αιγαίο, καθώς και την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών με τις όμορες χώρες.
Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα συνοπτικά θα μπορούσε να ειπωθεί ότι στις ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχουν δύο σχολές σκέψης, οι οποίες υπερβαίνουν τα κομματικά όρια. Η πρώτη βασίζεται στην άποψη της «μίας και μόνης διαφοράς», η οποία συνιστά και την επίσημη θέση του ελληνικού κράτους διαχρονικά και αφορά τον καθορισμό των ορίων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ στο Αιγαίο και εσχάτως στην ανατολική Μεσόγειο. Η δεύτερη είναι η αποκαλούμενη «Στρατηγική του Ελσίνκι» η οποία διακατέχεται από μια κουλτούρα επίλυσης στις ελληνοτουρκικές διαφορές και προφανώς επιδέχεται συμβιβασμούς που αποκλίνουν από τη θέση της «μίας και μόνης διαφοράς». Και οι δύο σχολές πάντως αντιμετωπίζουν ως ενιαίο το πεδίο των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο. Η θέση της «μίας και μόνης διαφοράς» υπερτερεί, καθώς υπερισχύει η εθνική αντίληψη, για λόγους που δεν μπορούν να αναλυθούν επί της παρούσης, ότι όσο το καθεστώς σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο παραμένει αμετάβλητο τόσο εδραιώνεται, γεγονός που ευνοεί τις ελληνικές θέσεις απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Αντιθέτως η προσέγγιση του Ελσίνκι, την οποία ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Κώστα Σημίτη, Γιώργου Παπανδρέου και σήμερα σε έναν βαθμό η κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη, βασίζεται στο επιχείρημα ότι ο χρόνος λειτουργεί εις βάρος των ελληνικών συμφερόντων, καθώς προστίθενται από την τουρκική πλευρά και νέα ζητήματα στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Στην προσέγγιση της επίλυσης προφανώς υπάρχει διάθεση συμβιβασμού και γι’ αυτό, όπως έχει δείξει η Ιστορία, στην ατζέντα των συζητήσεων αναπόφευκτα τίθεται και το θέμα επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο που συνιστά βασικό αγκάθι στην ελληνοτουρκική διένεξη.
Στις προτάσεις του ο κ. Τσίπρας διαχωρίζει το Αιγαίο από την ανατολική Μεσόγειο, δεν λέει λέξη για το ζήτημα της επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων στο Αιγαίο και εντέχνως αναφέρεται μόνο στην ανατολική Μεσόγειο, όπου προφανώς το πρόβλημα δεν είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων του Καστελόριζου και αναντίρρητα η διευθέτηση της οριοθέτησης των θαλάσσιων ζωνών είναι ζήτημα όλων των όμορων παράκτιων κρατών. Η σχολή της «Στρατηγικής του Ελσίνκι» έθιγε το ζήτημα των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, γι’ αυτό και επικρίθηκε. Η σχολή της «μίας και μόνης διαφοράς» δεν θέλει να ακούει κουβέντα για τα 12.ν.μ. και χαρακτηρίζεται από τους αντιπάλους της ως «εθνοκεντρική», που οδηγεί στη διαιώνιση της ελληνοτουρκικής διαμάχης. Η «εθνική πυξίδα» του Αλέξη Τσίπρα ποια ακριβώς θέση εκφράζει;
Κώστας Αλατζάς/ ΕφΣυν