Στα πρωθυπουργοκεντρικά μοντέλα, όπως είναι το δικό μας, οι επικεφαλής των κυβερνήσεων είναι οι απόλυτοι άρχοντες. Αυτοί αποφασίζουν για τα σοβαρά ζητήματα, αυτοί, αν είναι ψείρες και συγκεντρωτικοί, αποφασίζουν και για τα μικρότερης σημασίας θέματα. Θεσμικά αντίβαρα δεν υπάρχουν. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν έχει εξουσίες, τα κομματικά όργανα συνεδριάζουν στη χάση και στη φέξη, στα υπουργικά συμβούλια σπανίως έχουμε διαφωνίες, οι υπουργοί παρίστανται και χαιρετίζουν με άδεια βλέμματα ή παρουσιάζουν σεμνά τις προτάσεις τους, οι οποίες έχουν εγκριθεί προηγουμένως από τον πρωθυπουργό. Ο αιφνιδιασμός απαγορεύεται διά ροπάλου. Η μουδιασμένη σιωπή είναι ο κανόνας. Για να μη δημιουργούνται, λοιπόν, προβλήματα στη λειτουργία της κυβέρνησης, πρέπει οι πρωθυπουργοί να επιλέγουν τους κατάλληλους συμβούλους και συνεργάτες.
Εκείνους που ξέρουν το παρασκήνιο του κόμματος -τι κυκλοφορεί, πώς διαμορφώνονται οι συσχετισμοί, αν υπάρχουν φραξιονισμοί και προσωπικές στρατηγικές. Εκείνους που έχουν απευθείας επαφές με τους ισχυρούς επιχειρηματίες που είναι και χρηματοδότες του κόμματος, που έχουν κύρος (δοτό φυσικά) και μπορούν να σηκώσουν το τηλέφωνο και να δώσουν οδηγίες στους υπουργούς, που είναι τα μάτια και τα αυτιά του προϊσταμένου τους, που αποτρέπουν κρίσεις, εκτονώνουν εντάσεις, προστατεύουν δηλαδή το μεγάλο αφεντικό, είναι οι αντ’ αυτού και, αν χρειαστεί, δεν θα διστάσουν να θυσιαστούν για να σωθούν οι αρχηγοί. Γίνονται ενίοτε και δυσάρεστοι στον πρόεδρο -για το καλό του φυσικά-, αλλά δεν κάνουν του κεφαλιού τους. Εκτελούν εντολές. Αυτονομία στη δράση τους δεν επιτρέπεται. Ο εξοστρακισμός θα είναι η απάντηση, αν ξεπεράσουν τα όρια. Ετσι λειτουργεί το σύστημα.
Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι του προέδρου έχουν μεγαλύτερη ισχύ από τους υπουργούς. Είναι μια ετεροβαρής σχέση, όπου ο διορισμένος από τον πρόεδρο παράγοντας έχει περισσότερη δύναμη από τον υπουργό, που συνήθως είναι εκλεγμένος βουλευτής. Υπουργοί σ’ αυτόν αναφέρονται για να προτείνουν ή να ζητήσουν κάτι, σ’ αυτόν απευθύνονται για να μεσολαβήσει ώστε να φτάσει στον πρωθυπουργό ένα αίτημά τους. Αυτόν τον ρόλο έπαιζε ο Αντώνης Λιβάνης την εποχή της παντοδυναμίας του ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ. Αυτόν τον ρόλο είχαν ο Νίκος Θέμελης (για την κυβέρνηση) και ο Θόδωρος Τσουκάτος (για το κόμμα) την περίοδο του σημιτικού ΠΑΣΟΚ. Τέτοια πρόσωπα είχαν δίπλα τους ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, ο Αντώνης Σαμαράς, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Κώστας Καραμανλής. Δεν ήταν αλάνθαστοι.Ηταν όμως οι ασπίδες των πρωθυπουργών.
Στις κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη ο άνθρωπος που είχε την ευθύνη του συντονισμού ήταν ο ανιψιός του, Γρηγόρης Δημητριάδης. Εκανε για λογαριασμό του θείου του όλη τη δουλειά. Με επιτυχία, αν κρίνουμε από την καλή γνώμη που είχαν γι’ αυτόν υπουργοί και υφυπουργοί. Το καθεστώς δεν είχε σοβαρά προβλήματα. Φρόντιζαν γι’ αυτό, βεβαίως, και τα φιλικά στην κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης που έκαναν το μαύρο άσπρο και την τριχιά τρίχα. Τα πράγματα άλλαξαν προς το χειρότερο, όταν ο κ. Δημητριάδης, με αφορμή το σκάνδαλο των υποκλοπών, παραιτήθηκε, όπως ισχυρίζεται ο ίδιος, ή εκπαραθυρώθηκε, όπως υποστηρίζουν οι αντίπαλοί του. Από τότε, το κυβερνητικό σκάφος μπάζει νερά και όσοι επιλέχθηκαν για να τον αντικαταστήσουν απέτυχαν παταγωδώς. Πανωλεθρία. Ούτε καν ένδοξη.
Αν υπήρχε σοβαρό επιτελείο και όχι αυτός ο εσμός ψοφοδεών αυλοκολάκων δίπλα στον πρωθυπουργό, θα τον είχε ενημερώσει ότι ο κ. Δοξιάδης και ο κ. Τσάφος έχουν κάποια προβληματικά σημεία στη διαδρομή τους και δεν πρέπει να τους βάλει στην κυβέρνηση, γιατί θα δεχθεί σφοδρή κριτική από την αντιπολίτευση και από τα μέσα ενημέρωσης, μηδέ των φιλοκυβερνητικών εξαιρουμένων, μερικά εκ των οποίων κρατούν αποστάσεις. Το ερώτημα είναι αν θα καταφέρει να συμμαζέψει την κατάσταση ο αντιπρόεδρος Κωστής Χατζηδάκης. Δύσκολο έργο. Η κοινή γνώμη, λένε στην κυβέρνηση, θα μας στηρίξει, γιατί δεν υπάρχει εναλλακτική. Να τους πει κάποιος ότι η κοινή γνώμη είναι σαν το φάντασμα του πύργου. Ολοι μιλούν γι’ αυτό, ουδείς όμως το έχει δει. Η ηδονή της ψήφου διαμαρτυρίας τείνει να γίνει κυρίαρχο φαινόμενο.
Τάσος Παππάς / Εφημερίδα των Συντακτών