Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής
«Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες…», δήλωνε ο σπουδαίος Έλληνας φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης σε συνέντευξή του στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία τον Μάρτιο του 1994.Ισχύει και σήμερα. Εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι το σύγχρονο ελληνικό κράτος – το κράτος Μητσοτάκη, ας πούμε (σ. σ: ή και το προηγούμενο, και το προ – προηγούμενο και… πάει λέγοντας), είναι κράτος δικαίου, με απρόσωπη διοίκηση, που έχει απέναντί του κυρίαρχους πολίτες. Αλλά, «τις πταίει;» είναι το ερώτημα που, αναπάντητο, διασχίζει τη νεότερη πολιτική ιστορία…
Σύμφωνα με την Αριστερά (και όχι μόνον), η βασική ευθύνη βαρύνει την διαχρονικά «ξενόδουλη», «ξεπουλημένη», «παραδομένη», «δωσιλογική», «ξενομανή» πολιτική ηγεσία της χώρας…Όμως, «όχι, ο ελληνικός λαός έχει ιστορική ευθύνη για αυτό που του συμβαίνει», διαφωνούσε ο Κορνήλιος Καστοριάδης: «Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός – όπως και κάθε λαός – είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα», υποστήριζε.
Και εξηγούσε ότι «Ο ελληνικός λαός δεν μπόρεσε ποτέ να δημιουργήσει μια στοιχειώδη πολιτική κοινωνία. Μια πολιτική κοινωνία, στην οποία, ως ένα μίνιμουμ, να θεσμισθούν και να κατοχυρωθούν στην πράξη τα δημοκρατικά δικαιώματα τόσο των ατόμων όσο και των συλλογικοτήτων». Εννοώντας επί της ουσίας ότι η ελληνική κοινωνία επαφίεται στις… ορέξεις του πολιτικού συστήματος: ότι δεν συμμετέχει, δεν ασκεί την εξουσία που, στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης Δημοκρατίας, της αναλογεί κι έτσι δεν παράγει αντιπροσωπευτική πολιτική επιβάλλοντας κράτος νόμου και κράτος δικαίου.
Είναι αλήθεια, αλλά κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η ελληνική κοινωνία, στα δύσκολα, όταν «ο κόμπος φτάσει στο χτένι», που λέει ο λαός και το «κράτος νόμου και δικαίου» γίνεται ακραία κακουργηματικό και άδικο (όπως το κράτος Μητσοτάκη στην περίπτωση του εγκλήματος των Τεμπών), ενώνεται, ξεσηκώνεται, επαναστατεί και παρεμβαίνει, προκειμένου να αποδοθεί ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, να τιμωρηθεί το άδικο και εγκληματικό κράτος.
Το έκανε χθες, μ’ αυτόν τον συγκλονιστικό αυθόρμητο, αυτόνομο και αυτοδύναμο τρόπο – τον τρόπο μιας άμεσης ψηφιακής δημοκρατίας, θα λέγαμε – μ’ αυτό το επικό πανελλήνιο – παγκόσμιο συλλαλητήριο (το μεγαλύτερο συλλαλητήριο στην ιστορία της χώρας, όπως χαρακτηρίστηκε από τους πλέον έγκυρους Έλληνες και ξένους πολιτικούς παρατηρητές) απαιτώντας να σταματήσει η οργανωμένη από το καθεστώς Μητσοτάκη διετής συγκάλυψη των κυβερνητικών ευθυνών για το έγκλημα των Τεμπών, και να αποδοθεί ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ μετά πολιτικής καθάρσεως, επί παντός υπευθύνου, είτε για το έγκλημα είτε για τη συγκάλυψή του: να αποκατασταθεί το κράτος δικαίου δηλαδή, έστω περιστασιακά, τουλάχιστον ως προς το σκέλος της Δικαιοσύνης*.
Το έχει κάνει άλλωστε, δυό, ακόμα, φορές στη διάρκεια του 21ου αιώνα, (στην περίπτωση της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου, καθώς και στην περίπτωση του «Κινήματος των Πλατειών», μετά την άπραγη αποδοχή εισόδου της χώρας στο ζόφο των μνημονίων εκ μέρους των κυβερνήσεων της εποχής) με επιδραστικά – αρκούντως θετικά – αποτελέσματα.
Απ’ αυτό το πρίσμα, εξ ιδίας πείρας και κρίσεως, βλέπουμε ότι στις μέρες μας – μέρες… τεχνητής πολιτικής και νοημοσύνης – ο ελληνικός λαός, περιστασιακά έστω, εν ονόματι του κράτους δικαίου, εξακολουθεί να παράγει πολιτική. Ενώ οι πολιτικοί, κυβερνητικοί ή αντιπολιτευόμενοι, κάνουν επικοινωνιακή σπέκουλα επ’ αυτής και επ’ αυτού (σ. σ: επί του «κράτους δικαίου») μετρώντας τα ψηφαλάκια που κερδίζουν απ’ αυτήν: όπως οι πολιτικοί της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων της λεγόμενης «αντιπολίτευσης», τις προηγούμενες του ιστορικού συλλαλητηρίου της Παρασκευής, μέρες. Όταν, πανικόβλητοι απέναντι στον σαφώς διαγραφόμενο – επερχόμενο λαϊκό ξεσηκωμό εναντίον τους (με αίτημα την πολιτική κάθαρση και την απόδοση Δικαιοσύνης), καθόριζαν την επικοινωνιακή στάση τους με τις δημοσκοπήσεις στο χέρι. Μετρώντας τις αυξομειώσεις των ποσοστών τους στη σκιά του εγκλήματος των Τεμπών.
Προς το παρόν, εκτός από τον ευδιάκριτο πανικό και το γενικότερο μούδιασμα του πολιτικού συστήματος ως συνέπεια του ιστορικού Πανελλήνιου Λαϊκού Ξεσηκωμού της «Παρασκευής της Δικαιοσύνης» δεν είμαστε σε θέση να εκτιμήσουμε την ακριβή επίδρασή του επ’ αυτού – επί της κυβερνήσεως Μητσοτάκη, της αποκάλυψης και ομολογίας των ευθυνών της για το έγκλημα των Τεμπών και τη συγκάλυψή του, την δίκαιη Δίκη και την απόδοση πολιτικών και ποινικών ευθυνών: την τιμωρία των ενόχων, πολιτικών ή μη.
Ωστόσο, ο ακραίος αυταρχισμός και η άγρια κατασταλτική επίθεση των ΜΑΤ κατά του μυθικού ειρηνικού συλλαλητηρίου που, αναμφισβήτητα, εκδηλώθηκε στο πλαίσιο προσχεδιασμένου κυβερνητικού σχεδίου για την διάλυσή του, δεν ήταν παρά ο καθρέφτης του κράτους δικαίου Μητσοτάκη – ενός κράτους δικαίου άδικου, καθεστωτικού, με ανύπαρκτη την διάκριση εξουσιών – όλες οι εξουσίες, ακόμα και η «τέταρτη» (σ.σ.: τα ΜΜΕ), απολύτως ή σχετικώς συγκεντρωμένες στα χέρια του πρωθυπουργού και των κολλητών του.
Ενός κράτους – παρακράτους που μας επιτηρεί, μας παρακολουθεί, μας φακελώνει, μας χαρατσώνει, μας ξεσπιτώνει, παραβιάζει ασύστολα τους νόμους, το Σύνταγμα και τα ανθρώπινα δικαιώματα, μας ποδοπατά στο σβέρκο και τους αστραγάλους, μας πυροβολεί στο ψαχνό. Και μας σκοτώνει, και μας μπαζώνει!.. Πιστεύοντας ότι μ’ αυτόν τον μαφιόζικο τρόπο θα χάσουμε τα ίχνη των ειδεχθών ποινικών και πολιτικών ευθυνών της…
*Η Δικαιοσύνη (η αποτελεσματική δικαστική προστασία από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, με αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, συμπεριλαμβανομένου του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων) αποτελεί βασική αρχή του Ευρωπαϊκού κράτους δικαίου, αναγνωρισμένη από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.