Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Οι Απέναντι


Κάποιος απέναντι παίζει πιάνο
. Καινούργιος γείτονας πρέπει να είναι. Ή να έμαθε τώρα πιάνο. Ή να ήξερε από παλιά, αλλά τώρα να είναι σε μουντ να παίζει. Δεν μοιάζουν ιδιαίτερα περίπλοκες συνθέσεις. Μάλλον τραγούδια είναι. Συνοδεύει στο πιάνο τραγούδια που δεν τραγουδά κανείς. Εκτός κι αν τα τραγουδά από μέσα του. Εκτός κι αν περιμένει να αρχίσουμε να τα τραγουδάμε εμείς απ’ έξω μας. Αλλά εμείς είμαστε μόνο οι γείτονές του. Δεν μας κάλεσε κανείς να συμμετάσχουμε. Μόνο η μουσική του. Μήπως να; Όχι. Φυσικά και όχι. Δεν ξέρουμε τα λόγια. Δεν ξέρουμε τον τρόπο. Δεν είναι ο σωστός χρόνος. Δεν είναι αυτού του είδους η κοινότητα. Δεν είναι αυτού του είδους η εποχή. Δεν είναι αυτού του είδους η πόλη.

Είναι μια κυρία απέναντι, που χρόνια τώρα, όποτε κι αν κοιτάξω, έχει βγει και απλώνει. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται να απλώνει όλη μέρα κάθε μέρα. Είναι άραγε τόσο ανάγκη, ή είναι περισσότερο τελετουργία, σωτήρια ρουτίνα, ασφάλεια, τρόπος να κυλά η ζωή; Αλλά μήπως κι αυτή αν έβλεπε εμένα, δεν θα αναρωτιόταν τι ακριβώς είναι αυτό που κάνω κάθε μέρα, απλώνοντας σε γραμμένες λέξεις σκέψεις, συναισθήματα και τσιτάτα; Είναι άραγε τόσο ανάγκη, ή είναι περισσότερο τελετουργία, σωτήρια ρουτίνα, ασφάλεια, τρόπος να κυλά η ζωή; Η κυρία είναι απέναντι από το πίσω μπαλκόνι, ο πιανίστας είναι απέναντι απ’ το μπρος. Μάλλον δεν θα φτάνει η μουσική στα αυτιά της. Μήπως τουλάχιστον ξεκινούσε αυτή να τραγουδά, καθώς θα μάζευε τα ρούχα ένα – ένα, πετώντας τα στον ακάλυπτο ένα – ένα, ώστε να μη χρειαστεί να τα πλύνει και να τα απλώσει ξανά ποτέ.

Είναι κι αυτές οι δύο γάτες απέναντι. Μια άσπρη και καφέ, μια μαύρη. Γάτες σπιτικές, γάτες διαμερίσματος. Το διαμέρισμα ισόγειο. Στέκονται με τις ώρες στο περβάζι του παραθύρου, επιθεωρώντας τον δρόμο, επιθεωρώντας τη ζωή, ρεμβάζοντας με στωικότητα. Αν υπάρχει Θεός, αυτό πρέπει να ήταν το τελικό του σχέδιο, το τελικό του όραμα, το τελικό του αριστούργημα: ο συνδυασμός φύσης και πολιτισμού, ώστε να φτάσουμε κάποτε σε πλάσματα σαν τους κατοικίδιους σκύλους και τις κατοικίδιες γάτες, που δεν θα έχουν ούτε τα άγχη της επιβίωσης βάσει των νόμων της φύσης και των ζώων, ούτε τα άγχη που έχουν όλοι οι άνθρωποι από καταβολής ανθρωπότητας, στο γεμάτο σκέψεις, λέξεις, φόβο, ελπίδες, ματαιώσεις, πάθη, έρωτες, φθορά κι επίγνωση θανάτου κεφάλι τους. Εδώ είναι ο παράδεισος, εδώ η βασιλεία του ουρανού, σε αυτό εδώ το περβάζι, σε αυτά εδώ τα γατίσια βλέμματα. Η πληρότητα, το ζεν, ο φωτισμός, το άδειασμα, το άπαν.

Οι γάτες βρίσκονται απέναντι απ’ το μπροστινό μπαλκόνι, άρα η μουσική φτάνει σίγουρα στα αυτιά τους. Την υποδέχονται με ευγενική αδιαφορία. Ενδεχομένως να τους είναι ελαφρά ευχάριστη, αλλά βρίσκονται στο σημείο εκείνο όπου καμιά επιπλέον ευχαρίστηση δεν μπορεί να κάνει κάποια ουσιώδη διαφορά. Το κρίσιμο είναι ότι δεν τους αναλογεί καμία έλλειψη και καμία ανάγκη, όπως το να ντύσουν το τραγούδι με λόγια. Είναι μακριά από λόγια, ασφαλείς από λόγια. Δεν τα έχει ανάγκη το βλέμμα τους καθώς εξακολουθούν να επιθεωρούν τον δρόμο. Να τους πουν τα λόγια τι;

Τα λόγια αναλογεί να τα λέμε μεταξύ μας. Σαν τα τραγούδια που δεν θα τραγουδηθούν. Σαν τα περβάζια στα οποία δεν θα μπορέσουμε ποτέ να κάτσουμε, ελεύθεροι από τον ανθρώπινο εαυτό μας και απ’ όλα τα κλισέ μικροδράματά του, τα οποία επαναλαμβάνονται σε λούπα με ελάχιστες παραλλαγές, καθ’ όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης κωμωδίας.

old boy / elculture.gr