Τρίτη 17 Σεπτεμβρίου 2024

Που πας ρε μπαγλαμά Έλληνα, χωρίς αντίπαλον δέος;


Δεκαεπτά χρονών ήμουνα, όταν ταξίδεψα στη Σοβιετία. Αρχή της δεκαετίας του ογδόντα, κράταγε ακόμη καλά το μαγαζί παρότι τον Μπρέζνιεφ τον είχαν βαλσαμώσει προ πολλού. Εκδρομή εβδομαδιαία με το σύλλογο Δυτικομακεδόνων, κάπως κολλήσαμε κι εμείς γιατί κράταγε ο παππούς μου ο Χρήστος από το χωρίον Τσούρχλι των Γρεβενών. Μην το ψάξετε στο χάρτη, τώρα το λένε Άγιο Γεώργιο.

Τέλος πάντων, ξεκινήσαμε αεροπορικώς με εορταστικό τριήμερο στο Λένινγκραντ (έτσι το λέγανε τότε κι έτσι το λένε ακόμη, γουστάρετε δεν γουστάρετε), πήραμε ύστερα το τραίνο το νυχτερινό (εκεί τα είχανε περί πολλού, όχι σαν κάτι μπανανίες), σκάσαμε μύτη Μόσχα, βόλτες από ‘δω, τσάρκες από ‘κει, βγήκε το μεροκάματο. Και σε μουσεία πήγαμε και σε μπαράκια (ντάξ, τύπου…) και σε μπεριόσκες, όλα κομπλέ, δεν παραπονιέμαι.

Εντυπώσεις; Να σας πω την αλήθεια κάπως προκατειλημμένος πήγα, ΚΚΕ Εσωτερικού γαρ και ευρωκομμουνισμός στις φλέβες μου, με τον Στάλιν κανένας έρωτας. Και φυσικά, όλοι και όλες γνωρίζαμε ότι στα δύσκολα και ζόρικα μέρη δεν θα μας τρέχανε και το σκοτεινό υπογάστριο δεν θα το πλησιάζαμε καν. Χώρια οι πολιτικοί κρατούμενοι, θυσία στον “αγώνα για το σοσιαλισμό”. Όσο μπούφης και να ‘σαι, λίγο τα κατέχεις τα ανωτέρω.

Οπότε πλησιάσαμε με υψωμένες τις κεραίες και μπορεί να μη μας ενθουσίασε αυτό που είδαμε αλλά δεν βουρκώσαμε κιόλας. Κανονικούς ανθρώπους συναντήσαμε, κανονικές καταστάσεις βιώσαμε, κανονικό χαζολόγημα κάναμε, αναμφισβήτητα πιο μίζερη η φασούλα από τα δικά μας, αλλά μήπως είχε και στην Ελλάδα τίποτε φαντασμαγορικό εκείνη την εποχή; Και ύστερα ήρθε η κατάρρευση…

Κατέρρευσε ο “υπαρκτός”, κατέπεσε το “σιδηρούν παραπέτασμα”, εξαερώθηκε ο “ερυθρός κίνδυνος”. Για να προκύψει ένα νέο Ελντοράντο αφενός και ένας καινούριος Γολγοθάς αφετέρου. Το Ελντοράντο για τους καπιταλιστές, ορθόδοξους και γουάναμπι, που αντίκρισαν εμπρός τους την ευκαιρία για κέρδη μεγάλα και αφορολόγητα. Ο Γολγοθάς τόσο για τους πολίτες της πρώην Σοβιετίας που είδαν τις ζωές τους να γίνονται βόθρος από τη μια στιγμή στην άλλη, όσο και για τους προνομιούχους Δυτικούς εργαζόμενους που βρέθηκαν ξαφνικά χωρίς σύμμαχο στο πλευρό τους. Δίχως το “αντίπαλον δέος”, που ανάγκαζε τους πλουτοκράτες να τους προσφέρουν κάτι παραπάνω από ένα κομμάτι ψωμί…

Και κάπου εδώ, αυτή η μακροσκελέστατη εισαγωγή μας φέρνει ξανά στο δράμα του ΣΥΡΙΖΑ και στο αίτημα για ισχυρή αντιπολίτευση. Για ισχυρό “αντίπαλον δέος” απέναντι στη γαλάζια (συγγνώμη, απέναντι στη γαλαζοπράσινη) κυβέρνηση, που είδε το κοντέρ να γράφει 41ΤΑΚΑΤΟ και πίστεψε ότι θα μεταμορφώσει άνευ αντιστάσεως τη χώρα σε Άγριο Ουέστ. Το έβαλε μπροστά, το προχώρησε, το δρομολόγησε, έκανε μια προσωρινή στάση λόγω πιπεριάς καυτερής στις Ευρωεκλογές (ντου γιου νόου Απονομιμοποίηση;), αλλά δεν υποχώρησε. Τρέχουν τα νομοσχέδια και οι τροπολογίες, δουλεύει το οργανάκι, ρέει το χρήμα και ποιος μπορεί όχι να σταματήσει, έστω να περιορίσει τον κατήφορο;

Μα μια ισχυρή αντιπολίτευση φυσικά και ακόμη φυσικότερα μια αντιπολίτευση που δεν θα αποτελεί παραλλαγή της τωρινής κυβερνήσεως. Μη μου πείτε δηλαδή πως η μπαρούφα Ανδρουλάκη ότι το ΠΑΣΟΚ είναι υπέρ των ιδιωτικών πανεπιστημίων αλλά θα τα ελέγχει πιο αποτελεσματικά από τη Νέα Δημοκρατία αποτελεί απαύγασμα προοδευτικής πολιτικής, γιατί θα κατουρηθώ απ’ τα γέλια. Και δεν είμαστε σε ηλικία για να μας παίρνουν τα βίντεα…

Τώρα, λοιπόν, που είναι η μεγαλύτερη από ποτέ η ανάγκη να ενεργοποιηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ και να τα χώσει στην κυβέρνηση, τώρα οι Συριζαίοι τα χώνουν ο ένας στον άλλον. Στέλνοντας από τη μία στα τάρταρα το brand name του κόμματος και από την άλλη στον καναπέ χιλιάδες ενεργούς και συνειδητοποιημένους πολίτες. Και κάτσε εσύ Έλληνα, κάτσε εσύ Ελληνίδα να αναρωτιέσαι πως διάολο θα πας το παιδί στο φροντιστήριο, το αμάξι στο συνεργείο και τη γιαγιά στο γιατρό…

Χρήστος Ξανθάκης