Σάββατο 3 Αυγούστου 2024

Υποκλοπές, Predator, Άρειος Πάγος, όλα μπερδεύονται γλυκά…


Εγώ τι να πω δηλαδή για τις υποκλοπές; Τα έχει πει πριν από εμένα το ρεπορτάζ, τα έχουν πει ένα σωρό ειδικοί, ακόμη και κάποιοι πολιτικοί που συνήθως κρατάνε το στόμα τους κλειστό. Για να μην αναφερθώ στο πάλαι ποτέ alter ego του Κώστα Σημίτη, τον συνταγματολόγο Νίκο Αλιβιζάτο που υπέγραψε χτες στην “Καθημερινή” εμβριθές άρθρο γνώμης υπό τον τίτλο:
“Η αποθέωση της υποκρισίας”. Και πάλι να λέμε που κρατήθηκε ο άνθρωπος λόγω αστικής αυτοπεποίθησης (Ευκλείδη χελόου, δεν σε ξέχασα!) και δεν εξαπέλυσε καμιά πολακική επίθεση του τύπου “άκου Γεωργία”, να γίνει Κούγκι ο Άρειος Πάγος. Πάλι καλά που κρατήθηκε…

Μπατ διζ θινγκς χαπεν που λένε και στο Στέητς, μην ξεχάσουμε τώρα και σε ποια χώρα ζούμε. Ένα παραμύθι είναι όλα στον τόπο όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα και ένα παραμύθι θα χρησιμοποιήσω κι εγώ για να πω δυο τρία πράγματα για το “όλοι αθώοι” το προχτεσινό. Πάντα από το αγαπημένο βιβλίο “Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου” δια χειρός Στέφανου Γρανίτσα, με την υπογραφή των εκδόσεων “Εστία”. Πάμε λοιπόν στο λήμμα “Αρκούδα”, κόκκινη κλωστή δεμένη:

“Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια πεθερά που βασάνιζε τη νύφη της.
Αν ιδής εις ένα σπίτι πεθερά, λέγει ο λαός, κοίταξε πως είναι σκουπισμένη η σκάλα, για να καταλάβεις αν είναι πεθερά του ανδρός ή της γυναικός του. Αν είναι πεθερά του γαμβρού, τουτέστι μητέρα της νύφης, η σκάλα είναι κακοσαρωμένη. Από το φόβο μήπως χαλάσει τον πρωινό ύπνο του γαμβρού και της κόρης της, ίσα που εγγίζει τη σκούπα στα σανίδια. Αν είναι όμως μητέρα του γαμβρού, τότε χτυπάει τόσο δυνατά για να ξυπνήσει τη νύφη της, ώστε να κάνει τη σκάλα καθρέφτη.

Η πεθερά λοιπόν, που εβασάνιζε τη νύφη της, έδωκε σ’ αυτήν ένα πρωί μαύρα μαλλιά για να πάει στη βρύση να τα πλύνει, όσο το δυνατόν να γίνουν άσπρα.
– Μπορεί, μάνα, τα μαύρα μαλλιά να γίνουν άσπρα;…
– Μπορεί και παραμπορεί… Η άξια γυναίκα όλα τα μπορεί…

Η νύφη πήρε τα μαύρα μαλλιά και πήγε στη βρύση. Έπλυνε, ξέβγανε αλλά τα μαλλιά έβγαιναν πάντα μαύρα. Έφτασε το βράδυ κι η νύφη απόκαμε:
– Τώρα, είπε, τι να κάμω;… Όπου κι αν είναι θα κουβαληθεί ο Ιούδας εδώ και θα με γέψει… Λυπήσου με, Παναγία μου, κάνε με έν’ αγρίμι να την πνίξω άμα έρθει να με βασανίσει…
Η Παναγία την εψυχοπόνεσε και την έκαμε Αρκούδα.

– Τώρα, Παναγιά μου, είπε, και σου την σιγυρίζω…
Παραμέρισε σε μια κουφάλα και περίμενε την πεθερά της. Εκείνη και καθώς δεν είδε τη νύφη της δίπλα στα κανάλια, πήρε ένα ξύλο κι άρχισε να ψάχνει δεξιά και αριστερά στα πλατάνια. Την ώρα όμως που η Αρκούδα ήταν έτοιμη να της ριχθεί και να την σχίσει, εκείνη επρόλαβε και φώναξε:
Αχ ετούτο τ’ αγρίμι έφαγε τη νυφούλα μου…
Κι έβαλε τα κλάματα, ώστε η Αρκούδα είδε η θάρρεψε πως την πονούσε στ’ αλήθεια. Κι έτσι δεν την επείραξε, αλλά έφυγε στα βουνά”.

Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost