Δευτέρα 5 Αυγούστου 2024

Όταν λείπει ο Τζίτζι, χορεύουν τα ποντίκια;


Είναι αυτό το στόρι που έσκασε μύτη, μόλις ανακοινώθηκε πως ο Απόστολος Τζιτζικώστας εγκαταλείπει τον Μακεδονικό Αγώνα και πάει Βρυξέλλα για να γίνει Επίτροπος. Ότι δηλαδή θα βρουν ευκαιρία τώρα οι Ρουμελιώτες, οι Καταυλακιώτες και οι Κρητικοί (εμείς οι Θεσσαλοί δεν μετράμε, είμαστε Πράσινη Γραμμή!), να κάνουν μπούκα πάνω απ’ τα Τέμπη και ν’ αλλάξουν τις τοπικές ισορροπίες. Συνεπικουρούμενοι, φυσικά, από τον «στρατό» του Περιφερειάρχη, που υποτίθεται ότι τοιουτοτρόπως θα ανταποδώσει τη χάρη και την προαγωγή. Και κάπως έτσι, θα κατακτηθούν ξανά οι Νέες Χώρες, θα πάψουν οι ντόπιοι να επιδεικνύουν τάσεις κομματικής ανεξαρτησίας και θα επιστρέψουν στο γαλάζιο μαντρί. Πράγμα, βεβαίως, το οποίο αποδεικνύει για μια ακόμη φορά πόσο λίγο γνωρίζουν τους βορειοελλαδίτες οι τεχνικοί της εξουσίας. Και πόσο τους υποτιμούν…

Ε ναι παιδιά, να πούμε και καμιά αλήθεια όχι όλο παραμύθες. Πολλές δεκαετίες τώρα το κράτος των Αθηνών αντιμετωπίζει την Ελλάδα πάνω απ’ τα Τέμπη ως μια απλή δεξαμενή ψήφων που μανιπουλάρεται με μια σχετική ευκολία. Λίγες υποσχέσεις από ‘δω, λίγα ρουσφέτια από ‘κει, πέντε διορισμοί για το θεαθήναι κι όξω απ’ την πόρτα. Δούλεψε, δεν λέω, δούλεψε με υψηλή αποτελεσματικότητα, αλλά πολλές φορές πάει στη βρύση η στάμνα μόνο μια φορά σπάει. Κι αυτή τη φορά, δεν το βλέπω και τόσο εύκολο να κολλήσουν τα κομμάτια γρήγορα ή τουλάχιστον όσο γρήγορα θα θέλανε οι παροικούντες το λεκανοπέδιο. Έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, που λέμε και στο χωριό μου…

Οι ΒορειοΕλλαδίτες, βλέπετε, διατηρούν κάποιες ιδιαιτερότητες που οι Αθηνέζοι και το υπηρετικό προσωπικό τους δεν τις κατανοούν. Έχουν φαγούρα με τα εθνικά θέματα, δεν ζαχαρώνουν με τον δικαιωματισμό και αν τους μιλήσεις για διαθεματικότητα θα σε ρωτήσουν αν τρώγεται ή πίνεται. Κι από την άλλη, αν πέσεις κάτω, αν υποφέρεις, αν βρεθείς σε δύσκολη θέση, πρώτοι θα τρέξουν να σε συνδράμουν και να σου προσφέρουν χείρα βοηθείας. Το έχω δει, το έχω ζήσει, τους σπουδάζω από σαράντα ημερών που με πήγε η μάνα μου Πλαταμώνα και κάτι έχω καταλάβει. Είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο κι όποιος δεν το καταλαβαίνει κάποια στιγμή το πληρώνει ακριβά…

Δες, ας πούμε, την εκδρομούλα που είχα κάνει προ ετών στην πατρίδα της μαμάς, τη Δυτική Μακεδονία, για να διευθετήσω μια μπουρδούκλα (don’t ask) με ένα οικόπεδο κληρονομιά μακρινής θείας. Δρόμο πήρα, δρόμο άφησα, πήγα πέρα, πήγα δώθε, ξεμπέρδεψα, κάτσε να πιω έναν εσπρέσο. Βλέπω ένα καφέ όχι και τόσο λαμέ, ροκ μουσική ακουγότανε, «εδώ θα πάω», λέω. Στρώνομαι, εξυπηρετούμαι, τουαλέτα θέλω, «από εκεί» μου απαντούν, όπως πάω βλέπω στον τοίχο διάφορες φωτογραφίες, μέσα κι εκείνη του Τσε Γκεβάρα. «Ώπα δικοί μας είναι αυτοί», σκέφτομαι, βγαίνω, ξαναστρώνομαι, πιάνω κουβέντα με το αφεντικό, κάτι από μπάλα, κάτι από αμάξια, το γυρνάω εγώ στα πολιτικά. Και μου τη σκάει ο τύπος τη ρουκέτα:
«Έχει κάνει δουλειά ο Τζιτζικώστας, τι να λέμε τώρα»!

Συν ένα τελευταίο, για να καταλαβαινόμαστε ακόμη καλύτερα. Από το βιβλίο «Χρονικό Θεσσαλονίκης 1921-1944» του Κώστα Τομανά (εκδόσεις «Νησίδες»), που οφείλει να διδάσκεται στα σχολεία μπας και ξεστραβωθούν κάποια χαϊβάνια. Λα τα μινόρια:
«Τον Ιούλιο του 1941, αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών στην κυβέρνηση Τσολάκογλου ο βορειοελλλαδίτης γιατρός Σωτήρης Γκοτζαμάνης. Έχουμε γράψει και αλλού ότι ο Σωτήρης Γκοτζαμάνης διόρισε επιτέλους στο δημόσιο βορειοελλαδίτες υπαλλήλους. Για να καταλάβουν οι νεότεροι τι σημαίνει αυτό θα παραθέσουμε ορισμένες παρατηρήσεις του παλιοελλαδίτη Α.Βαζούρα που χρημάτισε επί χρόνια αντιεισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης. Γράφει ο δικαστικός λειτουργός το 1935:
“Τις δημόσιες θέσεις κατέχουν κατά κανόνα ιδίως στην ύπαιθρο, υπάλληλοι και αστυνομικοί, είτε σταλμένοι εδώ πάνω από δυσμένεια, σαν σε εξορία, είτε καταπικραμένοι που δεν κατάφεραν να τοποθετηθούν πιο κάτω. Δυσαρεστημένοι, βαριεστημένοι, μ’ εχθρική από πριν προκατάληψη κατά του τόπου αυτού και των κατοίκων του.
Το χειρότερο όμως είναι που πολλοί από τους ξενόφερτους αυτούς και διαφορετικά μαθημένους υπαλλήλους, βλέποντας τη νομιμοφροσύνη εδώ του πληθυσμού, την πέρασαν απλούστατα για δουλοφροσύνη, που σηκώνει κάθε λογής αυθαιρεσία και, καθώς τους έρχεται βολικό και ότι ο κόσμος εδώ δεν έχει συνηθίσει ακόμη τις αναφορές, τις διαμαρτυρίες και τις άλλες πλάγιες κατά των υπαλλήλων μανούβρες, το ρίχνουν σιγά στο αληπασαλίδικο και καταντούν σωστοί τυραννίσκοι”».

Χρήστος Ξανθάκης