Τρίτη 13 Αυγούστου 2024

«Πάμε κι όσο κάψει»…


Η Αττική τραγωδία, η διάλυση του κράτους και οι εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης

Αν δεν είχε προηγηθεί το Μάτι και δεν είχε η χώρα βιώσει την τελευταία πενταετία ασύλληπτες καταστροφές από πυρκαγιές, όπως στην Εύβοια, στη Ρόδο, στην Πάρνηθα, στο δάσος της Δαδιάς, στη Μαγνησία, στην Αιγιάλεια, στην Κέρκυρα, στο Ρέθυμνο πρόσφατα και τόσες άλλες, ίσως η τωρινή ισοπέδωση της Αττικής να αντιμετωπιζόταν ως ένα πρωτόγνωρο και απροσδόκητο φαινόμενο που αιφνιδίασε την κυβέρνηση και τον κρατικό μηχανισμό.
Αλλά όταν η χώρα δεινοπαθεί από την πύρινη λαίλαπα κάθε καλοκαίρι, η κλιματική κρίση είναι γνωστή εδώ και χρόνια και οι φωνές όλων των ειδικών στεντόρειες, τότε καμία δικαιολογία δεν υπάρχει για τη συνεχιζόμενη και εγκληματική ανικανότητα.

Η κυβέρνηση είχε όλο το χρόνο και όλα τα μέσα για να προετοιμαστεί. Να συγκροτήσει έναν ισχυρό μηχανισμό και να παρέμβει σε όλα τα πεδία, που καθορίζουν τη μάχη με τον ανηλεή πύρινο αντίπαλο.
Για πρώτη φορά ίσως μετά από την χρεοκοπία του 2009, η κυβέρνηση έχει τουλάχιστον την τελευταία τριετία όλα τα οικονομικά μέσα, κάθε επιστημονικό εργαλείο, αλλά και την πικρή εμπειρία που δείχνει το δρόμο, για να θωρακίσει τη χώρα.
Παρεμβαίνοντας στο πεδίο της πρόληψης και της λήψης μέτρων, με ό,τι νομοθετικά και άλλα μέσα διαθέτει μία Πολιτεία, έως την ενίσχυση των μηχανισμών δασοπυρόσβεσης με το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό και τα κατάλληλα, υπερσύγχρονα μέσα.
Να συντονίσει τους εμπλεκόμενους φορείς, να ξεκαθαρίσει αρμοδιότητες, να διαλύσει χρόνιες παθογένειες, να διαμορφώσει ένα σύγχρονο και αποτελεσματικό πλαίσιο.

Και κατέληξε να παρακολουθεί ενεή, μοιραία και άβουλη την ισοπέδωση της μισής Αττικής και τις φλόγες να φτάνουν σχεδόν με το κέντρο της Αθήνας. Μία πυρκαγιά που ξεκίνησε 40 χιλιόμετρα έξω από την πόλη, έφτασε σχεδόν ανενόχλητη στον αστικό ιστό, σε μία αδιανόητη επίδειξη παράδοσης του κράτους.
Οι δικαιολογίες πολλές. Και γνωστές. Μα, πλέον θλιβερές και προκλητικές για τη νοημοσύνη και τον πόνο που βιώνουν οι πολίτες. Πυρόπληκτοι και μη. Διότι το πρόβλημα αφορά όλους.
Και πάντως δικαιολογίες και εξηγήσεις μη δεκτές πια. Δεν αξίζει καν να τις συζητά κάποιος.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε σε μία περιοχή που ανήκε στην «επικίνδυνη ζώνη» και ήταν προφανές ότι εάν ξέφευγε θα επερχόταν καταστροφή.

Οι προειδοποιήσεις ήταν έγκαιρες και ακριβείς – εξ ου και υπήρχε αυξημένη ετοιμότητα υποτίθεται.
Όμως:
  • Ενώ εμφανίστηκαν αρχικά εναέρια μέσα, ούτε αρκετά ήταν, ούτε υπήρξε ανάλογη συνέχεια. Η πυροσβεστική ισχυριζόταν χθες ότι πετούσαν 34 μέσα, αλλά τα στοιχεία από τα ραντάρ δεν επιβεβαίωναν στο παραμικρό τέτοια δραστηριότητα.
  • Επίγεια μέσα δεν μπήκαν στη μάχη γρήγορα όπως απαιτούσε η κατάσταση. Ούτε αρκετά είναι, αλλά ούτε από τα διαθέσιμα εστάλησαν τα μεγαλύτερα. Κι ας έχουν δοθεί εκατομμύρια υποτίθεται για έναν μεγάλο και σύγχρονο στόλο.
  • Η δύναμη των πυροσβεστών είναι πολύ μικρότερη των αναγκών. Σε βαθμό που πολλοί έρχονται από την επαρχία την τελευταία στιγμή. Ένας σχεδιασμός που βασίζεται τόσο πολύ στη μετακίνηση των πυροσβεστών, είναι εξαιρετικά αδύναμος όταν μιλάμε για την Αττική.
  • Πυροσβέστες εξαντλημένοι, όχι πάντα σωστά εκπαιδευμένοι, με χαμηλές αμοιβές, που συχνά αντιμετωπίζονται ως… περιττό βάρος.
  • Οι καταγγελίες κατοίκων και ανθρώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης για την έλλειψη βοήθειας από το κράτος αποδεικνύουν το πρόβλημα του κυβερνητικού σχεδιασμού.
  • Η δε διασπορά των δυνάμεων και το «κυνήγι» των μετώπων της πυρκαγιάς, ξεγύμνωσε τις χαμηλές επιχειρησιακές δυνατότητες της σημερινής ηγεσίας.
Τα είχαν τόσο χαμένα στην πυροσβεστική, που χθες βράδυ διέψευδαν τις πληροφορίες περί αγνοούμενης στα Βριλήσσια για να εκτεθούν ανεπανόρθωτα τα μεσάνυχτα όταν εντοπίστηκε η σορός της άτυχης γυναίκας. Για την οποία μάλλον δεν έκαναν τις επιβεβλημένες έρευνας εάν όντως θεωρούσαν ότι δεν υπάρχει αγνοούμενη.

Γιάννης Μακρυγιάννης / Το Ποντίκι