Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Γιατί ζουρλαίνονται οι ξένοι με τις ελληνικές θάλασσες (κατάθεση ψυχής από τον ρεπόρτερ Ξανθάκη!)


Όταν είχαμε λεφτά, όταν είχαμε λεφτά, όταν είχαμε λεφτά.
Όταν είχαμε λεφτά, λοιπόν, πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια ας πούμε, είχαμε και περίεργες ιδέες.
Όχι εγώ, εγώ είμαι κάπτεν μούχλας, δώσε μου μια ξαπλώστρα δίπλα στην εκκλησία, μια μπουκιά ταρτάρ γαρίδας στην “Αλισάχνη” κι ένα ποτήρι “Diplomatico” στo “Jam” και δεν το κουνάω απ’ τον Πλαταμώνα ούτε με βίντσι. Αλλά δεν είμαι μόνος μου σε αυτή τη ζωή…

Κι επειδή οφείλουμε να σεβόμαστε τόσο τα γούστα τα δικά μας όσο και τις επιθυμίες των άλλων, βρέθηκα να κάνω διακοπές Αύγουστο μήνα στην Κεντρική Ευρώπη!
Κάπως την είχε ακούσει, βλέπετε, με το παραμύθι της Μίτελ Εουρόπα εκείνη που κοιμάται πλάι μου, αχ να πάμε μία, αχ να πάμε δύο, αχ να πάμε τρεις, τι να κάνω, πήγαμε.
Και Αυστρία και Ουγγαρία και Ελβετία και Δανία μια ακρούλα και φυσικά Γερμανία, στην καρδιά του κτήνους, Νότια, Βόρεια, Ανατολική, Δυτική, την οργώσαμε με τα νοικιάρικα τουτού.
Ως και σ’ ένα μέρος που το λέγανε Μαρία Λάαχ βρεθήκαμε, σε ένα εντυπωσιακό ξενοδοχείο πλάι σε ένα ακόμη πιο εντυπωσιακό μοναστήρι, με θέα μια λίμνη πολύ φιγουράτη. Στην οποία λίμνη, υποτίθεται ότι θα κολυμπάγαμε…

Εννοείται ότι προσπάθησα να αντισταθώ, εννοείται ότι έβαλα τα δυνατά μου, εννοείται ότι πάτησα πόδι, εννοείται ότι υποχώρησα!
Και κάπως έτσι βρέθηκα με το μαγιό, την πετσέτα και τις Χαβαγιάνες στην όχθη της λίμνης, γρασίδι γύρω, τσίλικο και καθησυχαστικό, προχωράω εγώ. Ένα βήμα, δύο βήματα, νερό δεν έχω πιάσει ακόμη κι ακούω το πρώτο «χλιτς». Και μπαίνει η πατούσα μου ως τον αστράγαλο στη λάσπη…

Μιλάμε τώρα για λασπουριά παχιά, πιο βορβορώδη κι από ροχάλα του Κθούλου, πιο δυσοίωνη κι από νομοσχέδιο του Άδωνι. Πως να τ’ αντέξω ο άνθρωπος, πως;
Τότε ξύπνησε μέσα μου ο Σουλιώτης (καταγωγή του παππού μου του Χρήστου), είπα ένα ηρωικό “ως εδώ”, έκανα πιρουέτα 180 μοιρών και επέστρεψα στα λινά σεντόνια του ξενοδοχείου. Μαζί μ’ ένα μπυρόνι για τον πόνο…

Τέλος πάντων, περνάει ένας χρόνος, περνάνε δύο, περνάνε τρεις και τέσσερις, πω, πω μια ωραία ιδέα Αύγουστο μήνα να πάμε Γερμανία. Άντε πάλι αεροπλάνο, άντε πάλι νοικιάρικο τουτού, μας φέρνει ο δρόμος στο πριγκιπικό θέρετρο του Χαϊλίνγκενταμ. Χλίδα ανεπανάληπτη, μακριά πλεμπαίοι, ως και G8 είχε διαδραματισθεί στην περιοχή, ευλογημένος τόπος.
Ε, δεν θα κάνουμε ένα μπανάκι ρε φίλε, να πάρουμε μια τζούρα από Βαλτική;

Εντάξει λέω εγώ, άμμο είδα στην παραλία και χαλάρωσα, συν κάτι κατασκευές που μοιάζανε με σαλιγκάρια για ν’ αλλάζεις το βρεγμένο μαγιό, αποτσίγαρα μηδέν, πλαστικά ζερό, όλα τακτοποιημένα και παρφουμέ. Κόσμο δεν είχε, αλλά σκέφτηκα «ΟΚ, πήγανε στην Ελλάδα, κατανοητό», και πλησίασα το νερό, πλατς, πλιτς, να κοζάρω. Και είδα φύκι κάργα, φύκι ζόρικο, φύκι πιο καρδαμωμένο κι απ’ το παλαμάρι του βαρκάρη. Φύκι παντού, να κολυμπάς και να παλεύεις σαν τον δόλιο τον Λαοκόοντα σε κάθε απλωτή.
“Μπες εσύ, εγώ δεν μπαίνω”, ήταν η απάντησή μου στις εκκλήσεις της κυρίας. Για να οδεύσω ακολούθως προς το τοπικό Kempinski, όπου απόλαυσα ένα εξαιρετικό κέικ παπαρουνόσπορου…

Κι επειδή εδώ πρέπει να τα λέμε όλα, θα ολοκληρώσω με μία από τις εκδρομές μου για ζάρια στο Ατλάντι Σίτυ. Με το θείο Νίκ φυσικά, που επέμεινε με το που κατέβηκα απ’ το αεροπλάνο να μπω στο λίμο και να βγούμε στο χάιγουεη για Τζέρσυ. Τι να κάνω, χατήρια δεν χαλάω, πάμε, δε γαμιέται και το τζετ λαγκ. Εννοείται ότι ήταν Αύγουστος, εννοείται ότι έβραζε ο τόπος, εννοείται ότι είχε μηδέν μποφόρια, εννοείται ότι φιλοδοξούσα να κάνω μπάνιο στον Ατλαντικό, να ‘χω να κοκορεύομαι εν Ελλάδι. Κι όπως κοίταξα από παράθυρο του ξενοδοχείου μόλις ξεφόρτωσα τη βαλίτσα, είδα ότι εκεί στην ξέρα και στην άπνοια, ο Ατλαντικός είχε κύμα μόλις τρία μέτρα! Οπότε έβαλα το μαγιό πίσω στη θέση του, έκανα την καρδιά μου πέτρα και ακολούθησα το μερακλή θείο στο ξέφρενο άξιο του καζίνου…

Χρήστος Ξανθάκης