Δευτέρα 12 Αυγούστου 2024

Γιατί ζουρλαίνονται οι ξένοι με τις ελληνικές πισίνες (νέα κατάθεση ψυχής από τον ρεπόρτερ Ξανθάκη!)


Καλοκαιράκι είναι παιδιά, όχι όλο πόλιτικζ, να ασχοληθούμε και με κάτι πιο αλέγρο, να ξεσκάσει λίγο η ψυχούλα μας. Με τις πισίνες, ας πούμε, που τις καλοβλέπαμε όλοι και όλες πριν βγάλουν απαγορευτικό για διακοπές Ιούλιο και Αύγουστο οι τηλεοπτικές προσωπικότητες και πριν σκάσει μύτη η Βούλτεψη για να μας στείλει στα ορεινά χωριά παρέα με τις προβατίνες. Και πριν, φυσικά, από αυτή την πισίνα που είναι γούρνα του Κασσελάκη ή τη γούρνα που είναι πισίνα, μπιτς μι που λένε και στο Στέητς, μια φορά έχω πάει στις Σπέτσες και καλά δεν πέρασα…

Αλλά μιας και μιλάμε για το Στέητς, ήρθε η ώρα να το επιστρέψω το θέμα στις απλωτές. Και στην κατάπληξη που παθαίνουν τα Αμερικανάκια όταν έρχονται εδώ και αντικρίζουν τις ελληνικές γούρνες (συγγνώμη, τις ελληνικές πισίνες) και κουζουλεύονται και μουρλαίνονται και έξω δεν βγαίνουν ως την ώρα που θα δύσει ο ήλιος κι ακόμη πιο μετά δηλαδή αν το επιτρέπουν τα πόλιτικζ (πάλι πόλιτικζ!) της εκάστοτε επιχείρησης. Σας έχω την απάντηση στις απορίες σας και φυσικά έχει να κάνει με τον θείο Νικ, τα ζάρια και το Ατλαντικ Σίτυ…

Ξανά μανά ο ρεπόρτερ Ξανθάκης στη Νέα Υόρκη να επισκεφθεί τον αδερφό της μαμάς που βασανιζόταν από λόνλινες, ξανά μανά με το που κατέβηκε απ’ το αεροπλάνο μπες στο λίμο ανιψιέ, πάμε Τζέρζυ να παλέψουμε με την τύχη μας. Όπου τύχη τα “κόκαλα”, εκεί είχε επικεντρώσει ο θείος, λογικό διόλου παράλογο, μιας και ο τρόπος που τα παίζουν στην Αμερική βασικά για να σκοτώνεις το χρόνο σου και όχι την τσέπη σου είναι. Αλλά αυτό θα το δούμε σε άλλο μάθημα. Τώρα έχουμε να μιλήσουμε για τις πισίνες!

Μπαίνω, λοιπόν, στο φαντασμαγορικό ξενοδοχείο “Borgata”, ενάμιση δισεκατομμύριο ντόλαρζ κολντ κας επένδυση, αφήνω μπαγκάζια, συνοδεύω το θείο στο πιτ, περνάει μια ώρα, περνάνε δύο, περνάνε τρεις, άντε να κάνουμε ένα μπρέηκ, ρωτάω εγώ αν έχει πισίνα το χοτέλ. “Τρελός είσαι”, μου απαντάει ο Νικ, “εικοσιπεντάρα φοβερή, πήγαινε να σου φύγει το τζετ λαγκ”. Ενθουσιάζομαι εγώ, ανεβαίνω δωμάτιο, φοράω μαγιώ, παίρνω πετσέτα (είχα φέρει μαζί μου, παντοτινά αισιόδοξος…), κατεβαίνω στο λόμπι, που πάω, εκεί πας, φτάνω, κουκλάρα η πισίνα και με όζον παρακαλώ, ντιπ χλώριο να σε βαράει στα ρουθούνια. Και μπαίνω μέσα και περπατάω…

Κάνω πέντε βήματα, στα γόνατα το νερό. Κάνω δέκα βήματα, στη μεσούλα το νερό. Κάνω είκοσι βήματα, ίσα ίσα στο στήθος το νερό. “Tι διάολο ρε φίλε”, αναρωτιέμαι, “μήπως ήρθα στην παιδική;” Αλλά κοιτάω γύρω μου και όλο ασπρομάλληδες βλέπω. Άρα κομπλέ, στο σωστό μέρος ήμουνα. Μόνο που το βάθος της πισίνας, δεν ξεπέρασε ποτέ το ενάμιση μέτρο και σε ενάμιση μέτρο άμα μπορείς εσύ κάνε μπάνιο της προκοπής, το βλαχαδερό απ’ τα Τρίκαλα, δεν μπορεί…

Και ρώτησα το θείο βεβαίως και μου είπε “σέηφτυ ρίζονς, έτσι είναι εδώ” και τον άλλο χρόνο που με πήγε στο σούπερ ντούπερ ξενοδοχείο “Revel» (δύο δισεκατομμύρια δολλάρια κολντ κας επένδυση!), πήγα και στη δική του την πισίνα που ήταν στρόγγυλη σα ντόνατ και εξωτερικού χώρου παρακαλώ να χαίρεται ο κοσμάκης τον ήλιο και πάλι ενάμιση μέτρο το πολύ είχε βάθος, “λόγοι ασφαλείας”, και ασταδγιάλα βαρέθηκα, καλύτερα ζάρια και κίλινγκ τάιμ, παρά να πλατσανάω σαν τα μπακακάκια στο νερόλακκο. Και κάπου εκεί κατάλαβα γιατί ζουρλαίνονται τόσο πολύ τα ξενάκια, τα αμερικανάκια έστω, με τις δικές μας τις πισίνες που είναι πραγματικός ωκεανός μπροστά στις δικές τους. Και γιατί ακόμη κλαίνε κάτι πλάσματα παρφέ, που κρατάει τόσο πολύ η ανακαίνιση τουHilton” και χάσανε τις βουτιές τους με εσάνς καυσαερίου!

Χρήστος Ξανθάκης