Παρασκευή 12 Ιουλίου 2024

Οποιος φέρει εξάρες ας πεθάνει τελευταίος


Λίγο πριν από το Πάσχα έμαθε ότι είχε καρκίνο. Είχε πατήσει τα 84 και έβαλε σκοπό να ζήσει όσους μήνες μπορούσε ακόμα. Ρώτησε μόνο πόσες χημειοθεραπείες θα χρειαστούν. «Εφ’ όρου ζωής», διευκρίνισε η γιατρός και γέλασε με την καρδιά του. «Εννοείς όσο αντέξω, κορίτσι μου ε; Ας είναι, θα τις κάνω».
Μία φορά τον μήνα πηγαίνει στο «Σωτηρία». Στον θάλαμο του δεύτερου ορόφου παίρνει θέση δίπλα στους άλλους ασθενείς που περιμένουν υπομονετικά να τελειώσει το δίωρο της ενέσιμης θεραπείας τους. Την πρώτη φορά μπήκε και βγήκε αμίλητος. Στα παιδιά του, που τον ρωτούσαν πώς του φάνηκε, έλεγε μόνο τι είδε: «Ηταν ένα παιδί γύρω στα 25, πιο δίπλα μια γυναίκα μεγαλύτερη -σαν την ηλικία της μάνας του δηλαδή-, ένας με καπέλο πιο μεγάλος από μένα, ήμασταν καμιά δεκαριά σίγουρα».
Τη δεύτερη φορά πήρε μαζί του καραμέλες. «Να κεράσω τις νοσοκόμες, δεν είναι και εύκολη δουλειά να είσαι ανάμεσα σε ανθρώπους που δεν ξέρεις πόσο θα ζήσουν». Ξεθάρρεψε· ρώτησε καθεμία πώς τη λένε και από πού κατάγεται. Αλλά πάλι αμίλητος βγήκε. Κάτι τον ενοχλούσε εκεί μέσα και δεν έλεγε τι. Ή μήπως σκεφτόταν τις παρενέργειες της προηγούμενης θεραπείας και προετοιμαζόταν για τις δύσκολες μέρες που τον περίμεναν;
Η τρίτη χημειοθεραπεία τον βρήκε με τα ζάρια στην τσέπη. Είχε αποφασίσει να τους ξεσηκώσει. «Λοιπόν, παιδιά, όλοι το ίδιο έχουμε, αλλά δεν θα καθόμαστε αμίλητοι μέχρι να μας πάρει ο Χάρος. Εφερα ζάρια. Οποιος φέρει εξάρες ας πεθάνει τελευταίος». Τα γέλια των ασθενών ακούστηκαν έξω από τον θάλαμο.