Είχα έναν γνωστό κάποτε, μεγάλο όνομα του οικονομικού ρεπορτάζ.
Πρώην αριστερός της ανανέωσης (τι άλλο;), που είδε το αληθινό και άλλαξε γειτονίτσα.Αλλά ήταν πλάσμα ευχάριστο και αφρώδες, οπότε πίναμε κάναν καφέ που και που.
Να μάθουμε και τίποτις ίνφο ρε φίλε, τη δουλειά μας κάνουμε κι εμείς, όσο κι αν επιμένει περί του αντιθέτου ο θείος Τάκης.
Τέλος πάντων, μια μέρα που καθόμασταν και κουτσομπολεύαμε, άρχισε ο γνωστός να με ψήνει για την ανάγκη να υπάρξει ένας έλεγχος, μια διαχείριση, μια τακτοποίηση στην ασυδοσία και στη σπατάλη του νερού. Κάτι σαν αυτά που λένε κατά καιρούς τα γαλάζια και πάλαι ποτέ πράσινα λαγουδίνια δηλαδή, με τρόπο όμως πιο ραφινέ μιας και ο άνθρωπος μας τα είχε κάνει τα χιλιόμετρά του στην προοδευτική διανόηση. Και ήξερε πώς να στο πουλήσει το παραμύθι, χωρίς να γίνεται μπρουτάλ…
Ως εκ τούτου, έτσι το νερό, αλλιώς το νερό ο γνωστός, περίμενα εγώ με ύφος ηλιθίου (το κανονικό μου είναι!) ν’ ακούσω που το πάει. Και το πήγε, μέσω Καπερναούμ:
«Δεν λέω ρε Χρήστο να ιδιωτικοποιηθεί το νερό. Αυτά είναι για τους φιλελέδες, που είναι ανάλγητοι. Πως μπορείς, τελικά, να ιδιωτικοποιήσεις κάτι που δεν το παράγει κάποιος αλλά ο καλός Θεός; Ξέχνα το και δεν θα το δεχτεί και ο κόσμος ποτέ. Αλλού πρέπει να γίνει η σύμπραξη του ιδιωτικού με τον δημόσιο τομέα: Στα δίκτυα!»
Είπαμε, χαζός ο ρεπόρτερ, τάχα δεν κατάλαβα τίποτα, το ρώτησα με μάτια πιατάκια του εσπρέσσο:
«Τι εννοείς;»
Είδα να ζωγραφίζεται στιγμιαία στα μάτια του βλέμμα «τσίμπησε το ψάρι» και μου απάντησε ευθαρσώς:
«Κοίτα, πρέπει να συντηρηθεί, να εκμοντερνιστεί και να αναπτυχθεί το δίκτυο και αυτό δεν μπορούμε να το φορτώνουμε στην πλάτη του φορολογούμενου. Τραβάει ζόρι μεγάλο ο λαός, δεν γίνεται να του επιβαρύνουμε κι άλλο τους λογαριασμούς, θα βογκήξει και θα έχει και δίκιο. Οπότε πρέπει να μπουν στην ιστορία οι ιδιώτες για να προσφέρουν κεφάλαια και τεχνογνωσία, να προχωρήσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ο εκσυγχρονισμός και να τελειώσει αυτό το πράγμα που πηγαίνουν στράφι από διαρροές και αστοχίες τα μισά αποθέματα του νερού. Πάντα υπό την αυστηρή επίβλεψη του κράτους, βεβαίως, για να μην έχουμε παρατράγουδα και να μην καταλήξουμε εν τέλει χειρότερα από εκεί που αρχίσαμε»!
Αυτό το τελευταίο το είπε για να διπλοτσιμπήσει ο ψάρακας ο ρεπόρτερ, που είναι και καλά περήφανος για την αριστερή συνείδησή του. Τον άφησα να πιστέψει ότι το κατάπια αμάσητο το δόλωμα, είπα «ναι, ναι, έχεις τα δίκια σου αναμφίβολα», χάρηκε, χαμογέλασε, πλήρωσε και τους καφέδες, ανάγκη το είχα. Γιατί μας κράταγε κάτι μήνες απλήρωτους η «Ελευθεροτυπία» νούμερο δύο και το μπάτζετ του σπιτιού έκανε παρέα με τις ισχνές αγελάδες του Φαράω. Πριν από δέκα και κάτι χρόνια όλα τα ανωτέρω, έβλεπε πολύ μπροστά ο γνωστός και τη μάντευε την πορεία για να πούμε νεράκι το νερό. Μη σου πω την υπαγόρευε κιόλας στους ενδιαφερομένους, που είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στο μυαλό και στο ένστικτό του…
Δεκατόσα χρόνια αργότερα, ορίστε μια ειδησούλα άουτ οφ φάκιν νόγουεαρ που λένε και στο Ντέλαγουεαρ. Από την ιστοσελίδα tinealarissa, στις 13 Ιουλίου:
«Από το μεσημέρι του Σαββάτου επανήλθε σταδιακά το νερό της δημοτικής ύδρευσης σε Πλαταμώνα και Νέους Πόρους.Σημειωτέον ότι ο τόπος είναι τίγκα στο νερό λόγω γειτονικού Ολύμπου, βρύσες έχει στους δρόμους του Πλαταμώνα να πλένεις τα πόδια σου απ’ την άμμο, τζάμπα όλα. Αλλά «οι υποδομές του δικτύου είναι προβληματικές», τα προβλήματα διογκώνονται χρόνο με το χρόνο και στο σύνολό τους οι δήμοι έχουν μπει μέσα από την εκτόξευση των τιμών του ρεύματος. Οπότε…
Παραθεριστές και καταστηματάρχες πέρασαν ένα δύσκολο διήμερο, εν μέσω καύσωνα, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν στοιχειωδώς τις ανάγκες τους με εμφιαλωμένο.
Οι υποδομές του δικτύου στην περιοχή είναι προβληματικές με αποτέλεσμα κάθε χρόνο τα προβλήματα να εμφανίζονται. Κάτοικοι και καταστηματάρχες επιρρίπτουν τις ευθύνες στη δημοτική αρχή Δίου – Ολύμπου που αδυνατεί να διασφαλίσει την ομαλή υδροδότηση της περιοχής».
Τι οπότε ρε γκαζμά, ήρθε η ώρα να ενεργοποιηθούν οι ιδιώτες για να μην πλένεται και να μην ενεργείται ο λαός με εμφιαλωμένο! Για να σταματήσει το μπάτε σκύλοι αλέστε, για να επικρατήσει ο ορθολογισμός, για να πάψουν οι συνδικαλιστές να ροκανίζουν το δημόσιο χρήμα. Για να μπει μια τάξη στο χάος και να τερματιστεί ο παραλογισμός. Γιατί η χώρα μας απειλείται με ερημοποίηση κι εμείς σπαταλάμε ποτάμια ολόκληρα ύδατος.
Και σε δέκα χρόνια δεν θα θυμάται κανείς ότι μια φορά κι έναν καιρό το νερό δεν το πλήρωνες σε τιμή σαμπάνιας…
Υ.Γ.: «Τσαμπάνι» λέγανε κάποτε στη βαθιά νύχτα τη σαμπάνια.
Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (25.7.2024)