«Aν νομίζουν οι εγκέφαλοι του παρακράτους των παρακολουθήσεων που στήθηκε μέσα στο πρωθυπουργικό γραφείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη οι οποίοι πανηγυρίζουν ότι η διερεύνηση του σκανδάλου και η απόδοση ευθυνών τελειώνει εδώ, αυταπατώνται», τονίζει ο δικηγόρος Θανάσης Καμπαγιάννης, σχετικά με την απόφαση του Αρείου Πάγου για το σκάνδαλο των υποκλοπών.
«Με την έκδοση του απαλλακτικού εισαγγελικού πορίσματος και την ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η αντιδημοκρατική εκτροπή του σκανδάλου των υποκλοπών ολοκληρώθηκε. Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου είχε να επιλέξει ανάμεσα στην εκπλήρωση του θεσμικού της ρόλου, που είναι η περιφρούρηση της νομιμότητας απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας και στη συγκάλυψη. Ο δρόμος που επέλεξε είναι σαφής και για την επισημοποίηση της δημόσιας εικόνας της ως Κλαδικής Εισαγγελέων της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει να μέμφεται παρά μόνο τον εαυτό της», επισημαίνει σε ανακοίνωσή του ο Θανάσης Καμπαγιάννης.
Αναλυτικά η δήλωση Καμπαγιάννη:
«Η σημερινή (από 30/7/2024) ανακοίνωση-ενημέρωση της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Γεωργίας Αδειλίνη ολοκληρώνει τη συγκάλυψη του σκανδάλου των υποκλοπών τόσο για το κομμάτι των εισαγγελικών διατάξεων άρσης του απορρήτου για “λόγους εθνικής ασφάλειας” όσο και για το κομμάτι του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator.
Η Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου επικαλείται “ένα απολύτως εμπεριστατωμένο πόρισμα 300
περίπου σελίδων” του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση που είχε αναλάβει τη σχετική προκαταρκτική εξέταση, κατόπιν αφαίρεσης του φακέλου από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών λόγω “κινδύνου παραγραφής”.
Αν και δεν έχουμε πρόσβαση στο σύνολο του εισαγγελικού πορίσματος, ο συνδυασμός της μακροσκελούς ανακοίνωσης της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου και των σχετικών δημοσιογραφικών πληροφοριών δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το μέγεθος της συγκάλυψης.
Α. Όσον αφορά τις εισαγγελικές άρσεις απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας με αίτημα της ΕΥΠ και της Αντιτρομοκρατικής τα έτη 2020-2024, το πόρισμα κρίνει ότι “τηρήθηκε απαρέγκλιτα η διαδικασία που προβλέπεται από το Νόμο, ο οποίος, εκτός των άλλων, διαχρονικά, δεν αξιώνει την παράθεση ειδικής αιτιολογίας στις ως άνω διατάξεις”.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου επικυρώνει και νομιμοποιεί αναδρομικά όχι μόνο τις επίδικες εισαγγελικές διατάξεις άρσης απορρήτου για τις οποίες έχουν κατατεθεί μηνύσεις (πχ. υπόθεση Νίκου Ανδρουλάκη), αλλά ΟΛΕΣ τις εκδοθείσες εισαγγελικές διατάξεις επί κυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας που ανέρχονται σίγουρα σε πάνω από 50.000 (ολογράφως πενήντα χιλιάδες). Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΔΑΕ, το 2020 εκδόθηκαν 13.751 εισαγγελικές διατάξεις, το 2021 εκδόθηκαν 22.215 και το 2022 εκδόθηκαν 10.119.
Προφανώς, η επίκληση περί μη υποχρέωσης παράθεσης ειδικής αιτιολογίας όσον αφορά τις εισαγγελικές διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 2225/1994 (“λόγοι εθνικής ασφάλειας) είναι νομικά έωλη και τούτο γιατί καθιστά τις συγκεκριμένες διατάξεις νομικά ανέλεγκτες. Όποια άποψη και αν έχει κάποιος για το νομοθετικό πλαίσιο μη υποχρέωσης παράθεσης ειδικής αιτιολογίας (κρατούσα στη συνταγματική θεωρία είναι η αντίθεση αυτής με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ), ο θιγόμενος έχει σε κάθε περίπτωση το δικαίωμα να αποτανθεί στις δικαστικές αρχές και να αξιώσει τη διερεύνηση τέλεσης ποινικού αδικήματος σε βάρος του μέσω άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών του δυνάμει εισαγγελικής διάταξης, η οποία κατόπιν πρέπει να ελεγχθεί δικαστικά τόσο στον απαιτούμενο τύπο της (τυπικές προϋποθέσεις έκδοσης, κοκ) όσο και στην ουσία της (έλεγχος αναγκαιότητας, αναλογικότητας, κοκ).
Με το επικαλούμενο εισαγγελικό πόρισμα, η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου κατέστησε νομικά ανέλεγκτες τις αποκαλυφθείσες εισαγγελικές άρσεις απορρήτου των επικοινωνιών (μεταξύ άλλων) πολιτικών προσώπων, βουλευτών και ευρωβουλευτών, αρχηγών κομμάτων, Υπουργών, στρατηγών, εισαγγελέων, αξιωματικών της ΕΛΑΣ, ανθρώπων δηλαδή που οι επικοινωνίες τους, εκ της πολιτειακής και πολιτικής τους θέσης, άπτονται κρατικών απορρήτων και μυστικών της πολιτείας.
Και τούτο, χωρίς να μπει στην ουσία της υπόθεσης και χωρίς καν οι κατά νόμο υπεύθυνοι, δηλαδή η εντεταλμένη στην ΕΥΠ εισαγγελέας και ο διοικητικός προϊστάμενος της ΕΥΠ στο Μέγαρο Μαξίμου, να κληθούν να δώσουν ανωμοτί εξηγήσεις… Μιλάμε για τέτοιο κουκούλωμα.
Β. Όσον αφορά τις παρακολουθήσεις μέσω του κατασκοπευτικού λογισμικού Predator, σύμφωνα με την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, “προέκυψαν «επαρκείς ενδείξεις» για την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος ορισμένων νομίμων εκπροσώπων και πραγματικών ιδιοκτητών εταιρειών, για αξιόποινες πράξεις, όπως της παραβίασης του απορρήτου της τηλεφωνικής επικοινωνίας” σε βαθμό πλημμελήματος.
Πρόκειται για “ποινική δίωξη” σκάνδαλο, τόσο ως προς το πρόσωπο των διωκόμενων όσο και ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό των αδικημάτων. Διωκόμενοι είναι μόνο κάποιοι ιδιώτες, παρά τις επαρκέστατες ενδείξεις που προέκυψαν για την ύπαρξη κοινού κέντρου ΕΥΠ-Predator, καθώς, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες δημοσιογραφικές πληροφορίες (Inside Story, 26/7/24), από την (έστω ελλιπή) διασταύρωση της λίστας της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και του αρχείου της ΕΥΠ, προέκυψε ότι από τους 87 συνδρομητές που στοχοποιήθηκαν παράνομα με το Predator, οι 27 παρακολουθούνταν και "νόμιμα" με εισαγγελικές διατάξεις της ΕΥΠ για "λόγους εθνικής ασφάλειας", οι 22 δε εξ αυτών σε χρόνο κοντά ή ταυτόχρονα με τη στοχοποίηση μέσω Predator. Το αδιάσειστο αυτό στοιχείο υπονομεύτηκε με το αδιανόητο εύρημα της “διάχυσης” των παρακολουθήσεων πολιτικών προσώπων και κρατικών αξιωματούχων στο σύνολο (!) των εισαγγελικών άρσεων του διαστήματος 2020-2023, ώστε οι διπλές παρακολουθήσεις ΕΥΠ-Predator να ανέρχονται στο 1% (!) και όχι σε μία στις τρεις όπως είναι η πραγματικότητα (βλ. σχετικό δημοσίευμα της Ιωάννας Μάνδρου στην Καθημερινή, 27/7/24). Όσο δε για τον νομικό χαρακτηρισμό, η στοχοποίηση με κατασκοπευτικό λογισμικό του μισού υπουργικού συμβουλίου, και ιδιαίτερα των διατελεσάντων Υπουργών Εξωτερικών Γ. Γεραπετρίτη και Ν. Δένδια, χαρακτηρίζεται από τις εισαγγελικές αρχές ως πλημμέλημα (!) του άρθρου 370Α του Ποινικού Κώδικα και όχι ως κακούργημα των άρθρων 146 (παραβίαση μυστικών πολιτείας) και 148 (κατασκοπεία) του Ποινικού Κώδικα. Οι δικαιολογίες ότι η πλημμεληματική δίωξη οφείλεται στον νέο Ποινικό Κώδικα του 2019 δεν είναι παρά το “κόκκαλο” για να αναλάβουν δράση τα φιλοκυβερνητικά δημοσιογραφικά χαλκεία, καμία σχέση όμως δεν έχουν με την πραγματικότητα.
Φανταζόμαστε το αίσθημα εθνικής υπερηφάνειας που θα νιώσει σήμερα ο πρώην αρχηγός ΓΕΕΘΑ Κωνσταντίνος Φλώρος όταν πληροφορηθεί ότι η παρακολούθησή των τηλεφωνικών επικοινωνιών του από την ΕΥΠ για “λόγους εθνικής ασφάλειας” έχει τόση αξία για την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου όση μια άρση απορρήτου των επικοινωνιών του τελευταίου Τούρκου πράκτορα ή του κάθε μαστροπού. Και βέβαια, την αμηχανία που θα νιώσει ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας που, σε συνέντευξή του ("Meeting Point", newsbomb.gr, 27/4/2023), είχε χαρακτηρίσει τυχόν απόπειρα παρακολούθησης των επικοινωνιών ενός Υπουργού Εξωτερικών χώρας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ ως “εγκληματική πράξη σε βαθμό κακουργήματος στο μισό πλανήτη”, για να μάθει σήμερα ότι, για τους ανώτατους Εισαγγελείς της χώρας του, πρόκειται απλώς για πλημμέλημα που τιμωρείται με φυλάκιση…
Με την έκδοση του απαλλακτικού εισαγγελικού πορίσματος και την ανακοίνωση της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, η αντιδημοκρατική εκτροπή του σκανδάλου των υποκλοπών ολοκληρώθηκε. Η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου είχε να επιλέξει ανάμεσα στην εκπλήρωση του θεσμικού της ρόλου, που είναι η περιφρούρηση της νομιμότητας απέναντι σε τυχόν αυθαιρεσίες της εκτελεστικής εξουσίας και στη συγκάλυψη. Ο δρόμος που επέλεξε είναι σαφής και για την επισημοποίηση της δημόσιας εικόνας της ως Κλαδικής Εισαγγελέων της Νέας Δημοκρατίας δεν έχει να μέμφεται παρά μόνο τον εαυτό της.
Σήμερα, οι εγκέφαλοι του παρακράτους των παρακολουθήσεων που στήθηκε μέσα στο πρωθυπουργικό γραφείο της κυβέρνησης Μητσοτάκη πανηγυρίζουν. Αν νομίζουν, όμως, ότι η διερεύνηση του σκανδάλου και η απόδοση ευθυνών τελειώνει εδώ, αυταπατώνται».