Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Δεν θα κάνεις διακοπές ποτέ, μισθωτέ, μισθωτέεε!


Με το ραδιόφωνο ασχολήθηκα πρώτη φορά το 1987, στον πειρατικό σταθμό Star Radio.
Τακτικός μας ακροατής ο συγχωρεμένος ο Βαγγέλης Γιαννόπουλος, μας έψαξε, μας βρήκε, μας έκλεισε για τον υπό κατασκευή Top FM του ΔΟΛ.
Υπογράψαμε τον Φλεβάρη του 1988, βγήκαμε στον αέρα λίγους μήνες αργότερα (μόνο ο Στέφανος Τζανάκης θυμάται πότε ακριβώς!), πήραμε ο καθένας το δρόμο του.
Αλλά δεν θέλω να σας μιλήσω για τα «κατορθώματά» μου στα ερτζιανά.

Για τις διακοπές μου εκείνη τη χρονιά θέλω να σας πω, που τις πέρασα στη Σαντορίνη. Παρεάκι με την τότε φιλενάδα μου, δυο κοτοπουλάκια λίγο πριν πατήσουμε τα εικοσιπέντε. Με τα λεφτά του βασικού μισθού παρακαλώ, που σήμερα δεν φτάνουν ούτε για ν’ αντικρίσεις το πολυπόθητο νησί…
Παίρναμε τότε κι εγώ κι αυτή εξήντα χιλιάρικα μικτά, ίσον πενήντα τέσσερα χιλιάρικα στο χέρι. Λίγο παρακάτω από σημερινά εκατόν εξήντα ευρώ το μήνα, με τον βασικό του 2024, άνευ επιδομάτων και δώρων, να είναι στα επτακόσια κάτι καθαρά.

Με εκείνα τα εκατόν εξήντα ευρώ το μήνα, όχι μόνο τρώγαμε, ντυνόμασταν και πληρώναμε το μερίδιό μας στο νοίκι (αμφότεροι με συγκατοίκους γαρ), αλλά πήραμε κιόλας το καράβι, διαλέξαμε όταν φτάσαμε στη Σαντορίνη από τους αλαλάζοντες ρεντρουμάκηδες ένα ιδιαίτερα ευρύχωρο δωμάτιο στη Μεσαριά, βάλε το πηγαινέλα σε παραλίες και Φοιρά κάθε μέρα για μπάνια και βόλτες και ποτάκια, βάλε φαγητό έξω, βάλε χυμούς, βάλε εφημερίδες και περιοδικά (ναι, διαβάζαμε τότε!), βάλε εξτραδάκια ένα σωρό και πάλι γυρίσαμε Πειραιά με πέντε φράγκα στην τσέπη. Για να πάρουμε ταξάκι, η φιλενάδα δεν έμπαινε στον Ηλεκτρικό ούτε υπό την απειλή όπλου…

Και ρωτάω εγώ τώρα με το φτωχό μου το μυαλό:
Πες ότι είστε δύο μισθωτά πλάσματα, ζευγάρι, τα φύλλα δεν θα τα βάλω εγώ βάλτε τα εσείς, και θέλετε να πάτε μια βδομάδα, επτά διανυκτερεύσεις στη Σαντορίνη. Τον Αύγουστο παρακαλώ, ξέχασα να το γράψω, σιγά μη μας δίνανε άδεια άλλο μήνα οι χαρντκοράδες του «συγκροτήματος». Επίσης, όπως σημείωσα και πιο πάνω, κάπως πρέπει να επιβιώσετε και τον υπόλοιπο μήνα, δεν γίνεται να τη βγάλετε με μια μπανάνα το πρωί, ένα κουλούρι το μεσημέρι και μια ζαμπονοτυρόπιτα το βράδυ. Χώρια τα νοίκια, χώρια οι μεταφορές, χώρια οι λογαριασμοί του σπιτιού, κάπου άκουσα ότι πήγε το ρεύμα πενήντα κι εξήντα τοις εκατό επάνω και ήδη μου λείπει η ασφάλεια και η σιγουριά του Σκρέκα. Πες, όμως, ότι καταφέρνεις να συγκεντρώσεις μαζί με το βασανάκι μια χιλιαροπούλα ολοστρόγγυλη να σου ζεσταίνει την τσέπη και κατεβαίνεις στο λιμάνι και αγοράζεις εισιτήρια και παίρνεις το πλοίο και φτάνεις κάποια στιγμή Σαντορίνη. Πόσες μέρες θα καταφέρεις να βγάλεις στο νησί, πριν κοιτάξεις θλιμμένος το πορτοφόλι και διαπιστώσεις ότι δεν σε παίρνει άλλο;

Μισή; Μία; Μιάμιση; Δύο και του Θεού το αίμα, που λέγαμε και στα Τρίκαλα;
Και ύστερα θα επιστρέψεις στη βάση σου και θα αναρωτιέσαι σε ποιόν ακριβώς αφορούν οι θριαμβευτικές διαπιστώσεις στο πρωτοσέλιδο της κυριακάτικης εφημερίδας, ότι δηλαδή «πάμε για +10 % στα έσοδα» του τουρισμού φέτος, με 35 εκατομμύρια αφίξεις. Να τις χαίρεστε, δεν λέω, αλλά άμα είναι το θέρος το ελληνικό να είναι παιχνίδι αποκλειστικά και μόνο για τους ξένους και οι ντόπιοι να το βλέπουμε με το κιάλι, λυπούμαι πολύ αλλά εγώ δεν θ’ ανοίξω σαμπάνιες. Ούτε καν μπυρόνια, απ’ αυτά που κάποτε μας δρόσιζαν σε παραλίες Κόκκινες και μη…

Χρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost (18.6.2024)