Αρκετές δεκαετίες πριν, στα χρόνια της δικτατορίας και στα πρώτα της Μεταπολίτευσης, το ποδόσφαιρο (η «μπάλα» όπως την έλεγαν με, σχεδόν, σιχασιά) ήταν εξοβελιστέο στη συνείδηση των πολιτικοποιημένων. Μπάλα και κόμμα, μπάλα και διανόηση, μπάλα και σκεπτόμενος άνθρωπος αποτελούσαν σε αυτές τις συνειδήσεις έννοιες ασύμβατες και είχαν μια χημεία νερού και λαδιού.
Η μπάλα ήταν το μίασμα, το «όπιο του λαού», η αποχαύνωση των μαζών. Το/τους ξεφώνιζε και ο Πανούσης: «Όλο το έθνος προσκυνά σώβρακα και φανέλες».
Χρόνια μετά, που έγινε η απενοχοποίηση του ποδοσφαίρου, το να είσαι οπαδός ήταν μόδα. Πολιτικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί ανακάλυψαν ότι αγαπούν μια ομάδα –και μάλιστα με σφοδρότητα συναισθημάτων. Εξόρυξαν από την ψυχή τους ένα κρυμμένο συναίσθημα και το ανέμιζαν. Για την ακρίβεια το δημιούργησαν μέσα τους με τεχνητή νοημοσύνη για να σταθούν πλάι στους πραγματικούς αναγνωρίσιμους οπαδούς από τον χώρο της τέχνης και της πολιτικής.
Υπήρχε δημοσιογράφος (δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή) που δεν ήξερε τι πάει να πει πέναλτι, αράουτ, φάουλ (για το οφσάιντ δεν το συζητάμε, ήταν επιστήμη), αλλά ξαφνικά μας προέκυψε οπαδός. Βέβαια, υπήρξε μια συγκυρία: η συνεργασία του με Μέσον ενημέρωσης ποδοσφαιρικού παράγοντα, τον οποίο, μάλιστα, πριν από μερικά χρόνια απειλούσε με αποκαλυπτικές κασέτες τις οποίες έλεγε πως είχε στα συρτάρια του. Αλλά τελικά οι σχέσεις τους ομαλοποιήθηκαν και έγιναν στενότατες. Από τότε διαδήλωνε τα όψιμα οπαδικά του αισθήματα όποτε είχε δυνατότητα από εφημερίδες, τηλεόραση και, κυρίως, ραδιόφωνο.
Αυθεντικός οπαδός, όχι ετερόφωτος, ήταν και είναι ο Πέτρος Κωστόπουλος. Για τον οποίο λέγεται (αν δεν το έχει πει και ο ίδιος) ότι πήρε κάποια στιγμή από το χεράκι δυο νέο-Ολυμπιακούς δημοσιογράφους, τους πήγε στο γήπεδο και τους έχρισε οπαδούς, κάτι που συνεχώς εκείνοι πρόβαλαν από τότε. Ο ένας εξ αυτών, μάλιστα, επένδυσε την «αρρώστια» του (έτσι αποκαλούσε την οπαδοσύνη του) σε επιχειρηματική δραστηριότητα.
Σήμερα πολιτικοί δηλώνουν με υπερηφάνεια τη συλλογική τους ταυτότητα, κομματικοί αρχηγοί δεν νοείται να μην είναι με κάποια ομάδα, ηθοποιοί φωτογραφίζονται σε κερκίδες και το να ακολουθείς συναισθηματικά έναν σύλλογο είναι πολύ «in».
Η «μόδα» θέλει μετά από θριάμβους, σε ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, να παιανίζεις τον ύμνο της ομάδας σου ή μετά από αποτυχίες να δηλώνεις, και να δείχνεις, ψυχικό ράκος πού θέλει να κρυφτεί για να γλιτώσει από την ταπείνωση και την ντροπή.
Μόδα είναι, ισχυρή όμως, που δεν πρόκειται να περάσει. Η μπάλα πουλάει τρέλα. Και τρελά...
- από το Harddog
Μόδα είναι, ισχυρή όμως, που δεν πρόκειται να περάσει. Η μπάλα πουλάει τρέλα. Και τρελά...
- από το Harddog