Σαντορίνη πήγα πρώτη φορά το ’82, όταν τελείωσα το Λύκειο.
Είχα να διαλέξω ανάμεσα στο Καμάρι και στην Περίσσα, είπα Περίσσα στην τύχη, εκεί κατέληξα.Σε σκηνή, στο κάμπιγκ, πληρώναμε τότε 90 δραχμές τη βραδιά. Σημερινά 25 λεπτά, δεν ξέρω αν παίρνεις τίποτα στις μέρες μας με τόσα λεφτά, ίσως μια τσίχλα. Δεν μασάω τσίχλες.
Πολλά θυμάμαι από εκείνη την εποχή, σήμερα θα σας πω ένα:
Ότι στη βδομάδα επάνω ακολούθησα το παράδειγμα ουκ ολίγων συνοδοιπόρων μου και πέταξα ακόμη και τις σαγιονάρες. Σαν τον Γκάντι τον συγχωρεμένο γύρναγα, με πόδι γυμνό. Έφαγα κάνα δυο γλίστρες, τσίμπησα κάνα δυο αγκάθια (γαμημένα τ’ αγκάθια της Σαντορίνης!), αλλά τέτοια αίσθηση ελευθερίας και σύμπνοιας με τον κόσμο όλο δεν την ξαναπόκτησα ποτέ. Ούτε μια μέρα…
Φαστ φόργουροντ καμιά εικοσιπενταριά χρόνια, Σαντορίνη πάλι, συντροφιά με εκείνη που κοιμάται πλάι μου. Άντε πάμε στο νησί να θυμηθούμε τις παλιές εκδρομές μας.
Τουτού νοικιάρικο, πάνω κάτω οι δρόμοι. Κι όπως ρολάραμε ένα πρωί, κοιτάω αριστερά σε κάτι ρουμάνια και τι να δω; Στο λαγκάδι μέσα, στο χαντάκι, στην άβυσσο, είχανε χτίσει ρεντρουμάδικα.
Γύρισα στο κορίτσι και της είπα: «Ως εδώ νομίζω. Δεν είναι πια για εμάς, αυτός ο τόπος…»
Δεν ξέρω πως είναι σήμερα η Σαντορίνη και δεν σκοπεύω να μάθω. Ίσως κάτι έχει απομείνει στη Φοινικιά, αλλά και πάλι δεν είμαι καθόλου σίγουρος.
Με τους ρυθμούς που χτίζονται τα νησιά των Κυκλάδων, μεταμορφώνονται από τη μια μέρα στην άλλη σε μικρά Μανχάταν με λευκή στολή.
Δεκάδες οικοδομικές άδειες, εκατοντάδες οικοδομικές άδειες, χιλιάδες οικοδομικές άδειες, πισίνες παντού, μπαλκονάρες παντού, πάρκινγκ παντού, όπου και να κοιτάξεις βλέπεις ντουβάρια, καμία σχέση με όσα περιγράφει ο Σεφέρης στην «Μποτίλια στο πέλαγο»:
Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει·
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη·
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ώς τον ορίζοντα ώς τον ουρανό που βασιλεύει.
Πάνε αυτά παιδιά, τελειώσανε. Νέα εποχή, νέοι ορίζοντες. Και μαζί τους, νέα προβλήματα. Πού θα πάνε τα μπάζα, που θα πάνε τα λύματα, που θα πάνε τα σκουπίδια. Ένας γιγαντιαίος μηχανισμός σιωπής καλύπτει τη σκοτεινή πλευρά της τουριστικής βιομηχανίας. Από καιρού εις καιρόν ακούμε κάποια σκόρπια είδηση, για το αποχετευτικό της Μυκόνου που έσκασε ήδη από το Πάσχα και Κύριος είδε τι μοσχομύριστα δώρα θα κάνει στους τουρίστες καλό Αύγουστο, για την περιβόητη χωματερή της Άνδρου που έκατσε το έδαφος (χελόου, θάλασσα ολούθε!) και σκόρπισε παντού πλαστικά και κωλόχαρτα, για το νερό που δεν είναι πλέον ούτε για να λούζεις το μαλλί, ούτε για να ξεπλένεις τις πατούσες και ύστερα σιγή. Όλα καλά, όλα ανθηρά, haters gonna hate…
Μου τα προφήτευε τα ανωτέρω ένα γατόνι ευρωπαϊκό πριν από δέκα χρόνια, ενώ πίναμε καφέ στην πλατεία Κολωνακίου. «Οι Ευρωπαίοι υπολογίζουν», μου έλεγε, «ότι οι
Έλληνες έχουν πάνω κάτω διακόσια δισεκατομμύρια ευρώ “λίπος” για να “κάψουν”. Και δεν θα σταματήσουν ούτε μια μέρα, ως την ώρα που θα αποκομίσουν και την τελευταία δεκάρα»!
Την αποκόμισαν, την ενθυλάκωσαν και τώρα επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος ως νικητές και τροπαιούχοι τουρίστες με τους ντόπιους για υπηρετικό προσωπικό.
Και είναι να αισθάνεται κανείς ότι ξαναβλέπει μπροστά του σε ζωντανή μετάδοση εκείνη την παλιά ταινία, το “Invasion of the body snatchers”. Όπου οι κάτοικοι μιας μικρής πόλης μέσω ενός εξωγήινου μηχανισμού αντικαθίσταντο σιγά σιγά από τέλεια αντίγραφα, δίχως συναισθήματα και εσωτερικό κόσμο. Τότε το είχαν αντιμετωπίσει οι κριτικοί ως μια αλληγορία για τις βλέψεις της Σοβιετίας.
Σήμερα το ζούμε στην θερινή Ελλάδα, από τη μία κέφι, αλεγρία, χορός και από την άλλη dead inside που λένε και οι πιτσιρικάδες. Προσευχηθείτε για τους λαντζέρηδες που αγρυπνούν…
Χρήστος Ξανθάκης