Τρίτη 30 Απριλίου 2024

Δεν θα πάρεις σύνταξη ποτέ, ποτέ, ΠΟΤΕ!


Τρία στιγμιότυπα, από την αρχειοθήκη του ρεπόρτερ Ξανθάκη:
Γεννήθηκα στο ελληνικό ντιπ σάουθ, στη Θεσσαλία της δεκαετίας του εξήντα.Γεννήθηκα σε μια φτωχογειτονιά, στα Προσφυγικά των Τρικάλων.
Απέναντί μας ήταν τα Γύφτικα (έτσι τα λέγαμε τότε, μετά συγχωρήσεως) και λίγο πιο δίπλα τα Εργατικά.

Με τους Ρομά δεν είχαμε πολλές παρτίδες, μια καλημέρα, μια καλησπέρα, ούτε τους χαλάγαμε, ούτε μας χαλάγανε.
Με τα παιδιά από τα Εργατικά, πάλι, ήμασταν πολύ πιο κοντά. Και στα σπίτια τους πηγαίναμε και στα δικά μας ερχόσαντε, τους γονείς τους τούς ξέραμε κι αυτοί τους δικούς μας. Κι από όσα άκουγα και σημείωνα, γιατί κάθε πιτσιρίκι σημειώνει πράγματα όσο κι αν νομίζουν οι μεγάλοι ότι μόνο τα παιχνίδια το απασχολούν, εντύπωση μεγάλη μου έκανε ο τρόμος των εργατών μπροστά στη σύνταξη. Ότι δηλαδή οι περισσότεροι εξ αυτών δεν είχαν την παραμικρή ελπίδα πως θα συμπλήρωναν κάποτε τα απαραίτητα ένσημα, έτσι όπως σάλταραν από τη μία ευκαιριακή δουλειά στην άλλη, ίσα ίσα να ψωμοζήσει η φαμίλια. Και να είσαι εξήντα χρονών κάτω απ’ τον ήλιο τον κόκκινο, με το πηλοφόρι στον ώμο και το μυστρί στο χέρι, τι στο δγιάλο να σου λέει το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα…

Το δεύτερο στιγμιότυπο δεν είναι ακριβώς δικό μου, από τη φίλη μου την Άσπα το άκουσα και αφορά στη χρυσή εποχή των λάιφσταϊλ περιοδικών κάπου εκεί στις αρχές της τρέχουσας χιλιετίας, στη δεκαετία του ζερό. Δούλευε τότε η Άσπα σε ένα έντυπο μηνιαίο που πούλαγε καλά και σταθερά και είχε διορθώτρια μια κοπελίτσα έξυπνη και εργατική. Λίγο φρικιό, λίγο χαϊμαλί και κάνα τατού πονηρό, αλλά σκυλί στη δουλειά το κορίτσι. Κάποια στιγμή, λοιπόν, πιάνει παιδί, «θα το κρατήσω» λέει, αλλά έλα που την είχανε με δελτίο. Το μυρίζει το στόρι η Άσπα, πάει στον διευθυντή του περιοδικού, του λέει «θα τη βάλεις μισθολόγιο, να έχει ασφάλιση μην πάθει καμιά ζημιά». Κότα αυτός, το ‘φερνε από ‘δω, το ‘φερνε από ‘κει, πώς να πάρει απόφαση το μόμολο, τη στέλνει εν τέλει στον ιδιοκτήτη του οίκου. Της ανοίγει εκείνος την πόρτα, την ακούει, λέει «εντάξει», νεύρα είχε αλλά κωλοπαιδαράς δεν ήταν, κι όπως πήγε να φύγει η έγκυος γυρνάει και της λέει:
«Εγώ θα σε βάλω μισθολόγιο για να μην τρέχεις, αλλά δε νομίζω να πιστεύεις ότι θα πάρεις ποτέ σύνταξη…»

Τρίτο στιγμιότυπο πριν από καμιά δωδεκαριά χρόνια, με την Ελλάδα βαθιά χωμένη στον βόθρο των μνημονίων. Πίνω καφέ με έναν τύπο από εκείνους που δεν τους ξέρει κανένας, εκείνοι όμως ξέρουν τους πάντες. Λέμε για την κρίση, λέμε για τα ζόρια, λέμε για τους Ευρωπαίους τους καριόληδες (από αυτόν πρωτοάκουσα ότι υπολογίζανε να διαθέτουμε 200 δισεκατομμύρια «λίπος», που μπορούσαν άνετα να τσουρνέψουν…), λέμε και για καμιά ωραία παρουσία που πέρναγε πλάι μας (μεσόκοποι είμαστε, δεν είμαστε αόμματοι!), κάποια στιγμή μου σκάει το μυστικό:
«Χρηστάρα», μου λέει, «οι περισσότεροι από αυτούς που βλέπεις να κυκλοφορούνε εδώ μπροστά σου, δεν θα πάρουν κανονική σύνταξη ποτέ. Έτσι λέει το σχέδιο».
«Και τι θα γίνει;», τον ρωτάω, «θα έχουν πληρώσει ένα σωρό ένσημα και όφελος μηδέν;»
«Θα τους κόψουν μια “εθνική σύνταξη” για να μην ψοφάνε στο δρόμο», μου απαντάει, «και τέλος. Εγώ την υπολογίζω γύρω στα 300 ευρώ το μήνα, πενήντα κάτω, πενήντα πάνω, κάπου εκεί θα είναι. Κάτσε και περίμενε…»

Τον θυμήθηκα τον γάτο με τις δηλώσεις της Δόμνας για την τούρμπο μαμά της που είναι έτοιμη να ανταγωνισθεί στον Σταχάνωφ σε ηλικία 72 ετών, την θυμήθηκα την διορθώτρια με τη μελέτη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής που χρησιμοποιήθηκε για σχετική έκθεση της Κομισιόν και μας είπε η έκθεση η συγκεκριμένη ότι οι νέοι που γεννήθηκαν μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης (2008 και μετά) θα πρέπει να συμπληρώσουν τουλάχιστον 39 έτη εργάσιμου βίου για να πάρουν μια σύνταξη πέριξ των 800 ευρώ (στοιχεία από την «Αυγή»), τους θυμήθηκα τους χειρώνακτες από τα Εργατικά των Τρικάλων τώρα που η γκιγκ εκόνομι και το παρτ τάιμ στέλνουν στο διάολο τόσο τα ένσημα όσο και τις προοπτικές συνταξιοδότησης κάθε τριαντάρη και σαραντάρη. Και μην μιλήσω για τον Αουγκούστο Τσακλόγλου που παρακαλάει να εμπιστευτούμε τις αγορές διότι θα λάβουμε συντάξεις βαρβάτες. Αρκεί να δει κανείς, αρκεί να δει καμιά το “Big Short” (το δείχνει ακόμη στο “Netflix”, κάντε έναν κόπο), για να κόψει λάσπη μια και καλή απ’ το καταραμένο το ΤΕΚΑ…

Χρήστος Ξανθάκης