Ο φίλος (κυρίως) αλλά και συνάδελφος (δευτερευόντως) Γιάννης Παντελάκης έβγαλε νέο βιβλίο και το ονομάζει «Για ένα φανάρι», εκδόσεις Θεμέλιο. Συνάδελφος στη δημοσιογραφία εννοώ, όχι στη λογοτεχνία, ήμασταν και μαζί στην «Ελευθεροτυπία» αλλά και για ένα φεγγάρι εδώ στην «Εφημερίδα των Συντακτών». «Για ένα φανάρι» λοιπόν και ο Γιάννης παρουσιάζει την πραγματική ιστορία ενός ανθρώπου που έφτασε στο κατώφλι του θανάτου λόγω ενός ιατρικού λάθους.
Λέει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:
«-Αν σας έπιανε ένα φανάρι στον δρόμο από το σπίτι σας ώς εδώ, δεν θα βρισκόσασταν απέναντί μου...
- Για ένα φανάρι;
- Για ένα φανάρι...
Εκείνο το πρωινό της 9ης Μαΐου, που το μικρό αυτοκίνητο αγκομαχούσε να φτάσει γρήγορα στο νοσοκομείο, ένα φανάρι που είχε την καλοσύνη να δείξει το πράσινό του χρώμα τού έσωσε τη ζωή...».
● Τι συνέβη λοιπόν τότε, Γιάννη;
Αυτό που συνέβη στον ήρωα του βιβλίου ήταν ένα από εκείνα που λέμε ανείπωτα, ένα γεγονός που σπάνια φανταζόμαστε ότι μπορεί να συμβεί σε μας, κάτι που τον έφερε κοντά στον θάνατο, τόσο κοντά που άρχισε να μιλάει με πεθαμένους. Ενας υγιέστατος άνθρωπος με μια κανονικότητα στη ζωή του, κάνει όνειρα, έχει όσα χρειάζεται και τότε ένας γιατρός τού λέει ότι πρέπει να κάνει μια μικρή επέμβαση ρουτίνας. Είναι φοβισμένος, ρωτάει άλλους τρεις γιατρούς, όλοι συμφωνούν για την ανάγκη της μικρής επέμβασης, είναι ανώδυνη, του λένε όλοι. Οι πιθανότητες να μην πάει καλά είναι 2%-3%, ακόμα και οι πιο μικρές επεμβάσεις έχουν τέτοια ποσοστά.
● Και την κάνει...
Η τύχη όμως δεν στέκεται με το μέρος του, η επέμβαση δεν πάει καλά και συμβαίνει ένα από αυτά που λέμε «ιατρικά λάθη». Μπαίνει στην εντατική και οι πιθανότητες είναι πάλι 2%-3% αλλά όχι για να μην πάει καλά, αλλά για να ζήσει! Οι γιατροί λένε στους δικούς του ότι είναι θνήσκων, τελειωμένος και αυτοί περιμένουν να φύγει από τη ζωή.
● Τι ήταν αυτό, φεύγοντας από τη ζωή, που θα έχανε και λυπόταν περισσότερο;
Τα πάντα τα οποία περιείχε η ζωή του ήρωα της βιωματικής αυτής ιστορίας, δηλαδή φίλοι, έρωτες, μουσική, βιβλία, ταξίδια, γράψιμο, θάλασσα, με δυο λόγια όλα. Οταν κάποιος φτάνει τόσο κοντά στον θάνατο εκείνες τις στιγμές δεν έχει τη δυνατότητα να σκεφτεί οτιδήποτε, το μυαλό γαντζώνεται σε ανθρώπους με ιατρικές στολές και ελπίζει στη σωτηρία. Οσα θα έχανε με τον θάνατό του τα σκέφτηκε μετά, όταν το μυαλό άρχισε να επανέρχεται στην πραγματικότητα.
● Πώς ήταν στην εντατική;
Στην εντατική, ένας διασωληνωμένος άνθρωπος που βρίσκεται σε καταστολή δεν έχει ιδέα τι συμβαίνει στον έξω κόσμο, δεν έχει ιδέα καν για την κατάστασή του. Ο συγκεκριμένος έβλεπε όνειρα και εφιάλτες, συναντούσε σε αυτά ζωντανούς και πεθαμένους, αλλά για όλα αυτά μιλούσε το υποσυνείδητο τότε. Δεν είχε καμία επαφή με τους γύρω του και όλοι είχαν την εντύπωση πως δεν επικοινωνεί.
● Δεν επικοινωνούσε όντως;
Μια στιγμή συνέβη κάτι εντυπωσιακό, μια φίλη του γιατρός που τον επισκέφτηκε, του ζήτησε να της σφίξει το χέρι χωρίς πολλές ελπίδες να ανταποκριθεί αυτός. Κι όμως το έκανε…
● Πότε κατάλαβε ότι ευτυχώς το παιχνίδι γυρίζει και επανέρχεται στη ζωή;
Πέρασαν δυο-τρεις μήνες για να συμβεί αυτό. Μετά την εντατική που διέψευσε τις προβλέψεις των γιατρών ότι θα φύγει από τη ζωή, ακολούθησε μια μεγάλη περίοδος που θα την έλεγα «περίοδο των φόβων». Φόβοι αν θα ζήσει, αν θα μείνει στην υπόλοιπη ζωή του καθηλωμένος σε ένα κρεβάτι, σε ένα αναπηρικό καρότσι, φόβοι αν θα μπορούσε πάλι να κολυμπήσει στις θάλασσες που λάτρευε, αν θα κάνει έρωτα. Οι φόβοι έκαναν μεγάλη φασαρία μέσα του…
● Τι αναθεώρησε πλήρως έπειτα από αυτή την περιπέτεια;
Με έναν σχεδόν ασυνείδητο τρόπο, χωρίς να το σκεφτεί πολύ δηλαδή, άρχισε να μην αναβάλλει για αργότερα όλα όσα ήθελε να κάνει, να αγαπά περισσότερο τη ζωή και ιδιαίτερα να βλέπει τη ματαιότητα μεγάλων φιλοδοξιών που συνδέονται με το χρήμα ή την εξουσία. Σαν να ανακάλυψε τη μεγάλη αξία των μικρών πραγμάτων που τελικά δεν είναι καθόλου μικρά.
● Τι είναι η ζωή τελικά;
Καθένας δίνει διαφορετικό περιεχόμενο σε αυτό, για τον ήρωα της βιωματικής ιστορίας, όπως γράφεται και στο βιβλίο, ζωή είναι να μη βολεύεσαι, να είσαι με τους ανήσυχους, να προσπαθείς να αφήσεις ένα αποτύπωμα που θα έχει ουσία. Σκέφτομαι συχνά τους ανθρώπους που κυνηγάνε πολλά χρήματα και μεγάλες καριέρες πόσο μάταιες ζωές κάνουν.
● Τι υπάρχει μετά τον θάνατο; Υπάρχει κάτι;
Δεν έχω ιδέα, η βιωματική αυτή ιστορία αλλά και ο ορθολογισμός του ήρωα λένε ότι μάλλον δεν υπάρχει τίποτα μετά τον θάνατο. Απλά χώμα ή στάχτη, τίποτε άλλο. Να το έχουμε αυτό υπόψη μας, χρήσιμο είναι.
● Τι πρέπει να λέμε κάθε πρωί που ξυπνάμε;
Να ξυπνάς και να λες τι πρέπει να κάνω τώρα για να μην αφήσω την ώρα χωρίς λέξεις, έρωτα, θάλασσα, φίλους, ζωή. Ξέρεις, παρότι η ιστορία όπου βασίζεται το βιβλίο είναι μια ζόρικη ιστορία, τελικά προκύπτει να είναι μια ιστορία έρωτα για τη ζωή, άρα κάθε πρωί να προσπαθούμε να τον κυνηγάμε αυτόν τον έρωτα.
Δημήτρης Κανελλόπουλος