Είπαμε, καφέ τις καθημερινές στο Κολωνάκι, καφέ το ΣουΚού στα Εξάρχεια. Οπότε παίρνω κι εγώ το τουτού προχτές, ανεβασμένα τα τζαμλίκια γιατί μ’ έχει ξεφτιλίσει η αλλεργία (να και κάτι που δεν μπορώ να το χρεώσω στην κυβέρνηση!), κατεβαίνω Αλεξάνδρας, στρίβω αριστερά, ψάχνω λιγάκι να παρκάρω, εντάξει Κυριακή βρίσκεις, βρήκα εύκολα θεσάρα λουξ. Το φέρνω βόλτα το εργαλείο.
Κι όπως κατεβαίνω, κοιτάω δεξιά ένα νεοκλασικό τσίλικο ανακαινισμένο, βλέπω τα κουδούνια, αντραλίζομαι. Πέντε συνολικά τον αριθμό και γράφανε, το ένα κάτω από το άλλο:
Apartment 5
Apartment 4
Apartment 3
Apartment 2
Apartment 1
Έτσι, χωρίς ονόματα καθόλου, χωρίς επίθετα, χωρίς ιδιότητες, μόνο νούμερα, στοιχημένα σαν τα στρατιωτάκια, σε μονή σειρά, περιμένεις μήπως και βάλουν φωνή «μάλιστα διατάξτε», όπως στην αναφορά. Μην τύχει και μπερδευτούν οι τουρίστες και χάσουν τη μπάλα, τόσο ταξίδι κάνανε για να γίνουν λιώμα στην Αθήνα, θα τους βάλουμε και δύσκολα τους ανθρώπους;
Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εμένα αυτό με τρόμαξε. Εικόνα από ένα ζοφερό μέλλον μου φάνηκε, από ένα αύριο χωρίς ζωή, χωρίς πνοή, χωρίς σπίρτο. Χωρίς φωνές παιδιών, χωρίς γαυγίσματα σκυλιών, χωρίς «καλημέρα σας», χωρίς «καληνύχτα σας», χωρίς καν ένα «ασταδγιάλα» από τον ενοχλητικό του δευτέρου ορόφου. Η πόλη τελειώνει όχι με κρότους, αλλά με αριθμούς…
Τι να κάνω, ωστόσο, για καφέ είχα έρθει, για καφέ πήγα. Κι όπως κατηφόριζα τη Νοταρά πέτυχα τον Βαγγέλη που τον γνώριζα από τις κοινωνικές κουζίνες και πιάσαμε την κουβέντα. Ήξερα ότι τον έδιωχνε ο σπιτονοικοκύρης του απ’ τα Εξάρχεια, ρώτησα να μάθω τι έκανε τελικά.
«Τι να κάνω», μου απάντησε, «προσπάθησα να βρω κάτι εδώ πέρα και απελπίστηκα. Η καλύτερη προσφορά ήταν ένα πεντακοσάρικο για ένα δυάρι σαράντα πέντε τετραγωνικά, μπαίνω μέσα να το δω και ήταν όλα σάπια. Τρύπες στο πάτωμα, μούχλα στο μπάνιο, να κρέμονται τα ντουλάπια, ήθελε και λεφτά το κτήνος»!
«Οπότε;», τον ξαναρώτησα.
«Οπότε», μου είπε, «είχα κλάσει όλες τις μέντες του κόσμου, ώσπου βρέθηκε ένας φίλος με ένα διαμέρισμα κλειστό στην Κυψέλη και μ’ έσωσε. Γκρεμίδι, μη νομίζεις, φτιάχτο και μείνε ήταν η συμφωνία. Έδωσα όσα λεφτά είχα στην άκρη και επιβιώνω. Προσωρινά έστω…»
Αυτή είναι η λέξη παιδιά:
Επιβίωση!
Στο σφαγείο της κτηματαγοράς, η μεγάλη σου ελπίδα δεν είναι να θριαμβεύσεις, είναι να επιβιώσεις. Διότι, όπως έγραψε το «Βήμα της Κυριακής» την περίοδο 2012-2022 τα καινούρια ακίνητα που δημιουργήθηκαν δεν ξεπέρασαν τα 155.000 εν συνόλω. Το ίδιο χρονικό διάστημα μας προέκυψαν, σύμφωνα με την Τράπεζα Πειραιώς 197.000 νέα νοικοκυριά. Επιπρόσθετα, αυξήθηκε η ζήτηση από επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην αγορά της βραχυχρόνιας μίσθωσης, φτάνοντας τις 170.000 κατοικίες. Ταυτόχρονα, καταγράφηκε άνοδος της ζήτησης για αγορές κατοικιών από αλλοδαπούς, στο πλαίσιο της Golden Visa. Με αυτά τα δεδομένα, προκύπτει ένα έλλειμμα προσφοράς της τάξεως των 212.000 σπιτιών, το οποίο για να καλυφθεί μέσω των νέων οικοδομών θα απαιτηθούν τουλάχιστον 6 έτη, δεδομένων των δυνατοτήτων του εγχώριου κατασκευαστικού κλάδου.
Στο δια ταύτα, όμως. Στο δια ταύτα, όπως λένε πάλι τα καταραμένα τα νουμεράκια, δεν πα’ να διαφημίζουν μέτρα και παρεμβάσεις η κυβέρνηση και οι τράπεζες, το πάρτυ θα συνεχιστεί για έτη πολλά. Στην καμπούρα μας, εννοείται, με ρυθμούς εξοντωτικούς:
κατά 7,40 % αυξήθηκαν οι τιμές των διαμερισμάτων το 2021, κατά 11,90 % το 2022 και κατά 13,40 % το χρόνο που μας πέρασε.
Ανάλογα και τα ενοίκια γοργόνες μου, με το πρόβλημα να διογκώνεται μήνα με το μήνα, μη σου πω βδομάδα με τη βδομάδα.
Και δεν έχουμε και γιοφύρια γαμώτι, όπως Παρισάκι, να γίνουμε κλοσάρ με υψηλό βαθμό γραφικότητος…
Χρήστος Ξανθάκης