Η κυβέρνηση πανηγυρίζει ως πεμπτουσία εξυγίανσης του τραπεζικού συστήματος την περίφημη αποεπένδυση, δηλαδή την πώληση των συμμετοχών του Δημοσίου. Εχει απομείνει μόνο ένα ποσοστό στην Εθνική Τράπεζα, που κι αυτού η διάθεση σε ιδιώτες δρομολογείται τους προσεχείς μήνες.
Ακόμη κι αν δεχτεί κανείς ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο, επειδή το Δημόσιο δεν έχει λόγο να είναι τραπεζίτης -άποψη που προσκρούει στο γεγονός ότι στις περισσότερες ισχυρές χώρες της Ε.Ε. υπάρχει σημαντικός κρατικός έλεγχος στο χρηματοπιστωτικό σύστημα-, το ερώτημα είναι ποιος είναι ο απολογισμός της διάσωσης των τραπεζών.
Ποιος έχασε και ποιος κέρδισε από τα τρία κύματα ανακεφαλαιοποίησης και από τα άλλα πακέτα στήριξης των τραπεζών που ξεκίνησαν το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση; Ποιος κέρδισε και ποιος έχασε από τα μέτρα απαλλαγής των τραπεζών από τα προβληματικά δάνεια ή από τη μη φορολόγηση των εσόδων τους; Ποιος είναι ο λογαριασμός και ποιος τον πληρώνει;
Και, τέλος, αν έχει υποστεί ζημία το Δημόσιο, υπάρχει θέμα λογοδοσίας και από ποιον;
Αυτά τα ερωτήματα, που τείνουν να εξαφανιστούν από τη δημόσια συζήτηση, σε μια λογική τύπου «περασμένα - ξεχασμένα», θέτει η «Εφ.Συν.» σε έναν απολογισμό για το τι κόστισε στους Ελληνες φορολογούμενους η διάσωση και η προστασία του ελληνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο δικός μας λογαριασμός ανεβάζει το κόστος πάνω από τα 60 δισ. ευρώ, σημαντικό μέρος των οποίων έχει φορτωθεί στο δημόσιο χρέος και θα αποπληρώνεται μέχρι και το 2060.
Κάποιοι ίσως μας καταλογίσουν αντι-τραπεζική εμμονή ή άγνοια των επιπτώσεων που θα είχε μια κατάρρευση των τραπεζών το 2012 ή το 2015 για τις καταθέσεις των πολιτών και για τη λειτουργία της οικονομίας.
Αλλά το ζήτημα δεν είναι καθόλου αυτό. Οι περισσότερες χώρες στην Ε.Ε. έσπευσαν να διασώσουν τις τράπεζές τους - η Γερμανία και η Γαλλία μάλιστα έπρεπε να τις προστατεύσουν και από τα ομόλογα της χρεοκοπημένης Ελλάδας και μας επέβαλαν τα μνημόνια. Αλλά φρόντισαν να γίνει είτε χωρίς ζημιά του Δημοσίου, είτε διατηρώντας την κρατική συμμετοχή.
Εδώ, η σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να πουλήσει άρον άρον τα μερίδια του Δημοσίου, όχι μόνο επέφερε ζημιά άνω των 40 δισ. ευρώ, αλλά και οδήγησε να μην ξέρουμε καλά καλά σε ποιον ανήκουν πλέον οι τράπεζες.
ΕΦ.ΣΥΝ. / Αποψη