Από τον γάμο μου και δώθε, το λάδι του σπιτιού προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από την Κρήτη. Πρώτον γιατί είναι από τη μεγαλόνησο εκείνη που κοιμάται πλάι μου και δεν πα’ να κοπανιέσαι εσύ ότι έχει κι αλλού δυνατό ελαιόλαδο απ’ το ένα αυτί μπαίνει κι απ’ το άλλο βγαίνει η άποψή σου. Και δεύτερον, διότι στο ταξίδι το γαμήλιο (ο γύρος της Κρήτης, τι άλλο;) γνώρισα έναν παραγωγό πραγματικό διαμάντι και δεν τον αλλάζω με καμία Παναγία. Κάθε χρόνο στέλνει πακέτο τα πεντάλιτρα ο Βαγγέλης (ας τον πούμε Βαγγέλη), κίτρινος χρυσός φίλε, να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει!
Να μην τα πολυλογώ, πέρυσι πρόλαβα και ψώνισα σε καλή τιμή (είναι και φίλος ο Βαγγέλης, δεν πάει να μου πιάσει τον πάτο), κανονικά φέτος θα τον ενοχλούσα κατά τον Απρίλιο, αλλά άκουγα μαύρα μαντάτα για τη Σερενάτα κι είπα να πάρω από νωρίς τα μέτρα μου.
Ντριν, ντριν το τηλεφωνάκι το κινητό, γνώριμη η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής «έλα Χρήστο τι γίνεσαι;»
«Εσύ τι γίνεσαι;», τον ρωτάω με τη σειρά μου, «έχει βρωμίσει στην πιάτσα ότι φέτος η σοδειά πήγε κατά διαόλου».
«Αλήθεια είναι», μου απαντάει, «δυστυχώς είναι αλήθεια…»
«Τι συνέβη;», τον ξαναρωτάω και μ’ έχουν ζώσει τα φίδια.
«Κοίτα», μου λέει, «είχαμε πολύ μαλακό χειμώνα και τον περασμένο Μάιο μας πλάκωσαν οι νοτιάδες κι έριξε και ένα σωρό λασποβροχές. Αυτό ήταν, δεν έμεινε τίποτα»!
«Τι θα πει “δεν έμεινε τίποτα”;», απορώ εγώ, που δεν θέλω να πιστέψω στ’ αυτιά μου.
«Θα πει ότι έχασα το 95 % της παραγωγής, όπως σου το λέω, ούτε για το σπίτι μας δεν έχουμε…», μου λέει.
«Αυτό είναι τοπικό», τον ρωτάω, «ή όλη η Κρήτη έπαθε τέτοια ζημιά;»
«Όλη η Κρήτη καταστράφηκε», μου απαντάει. «Στην καλύτερη περίπτωση, κάποιες περιοχές, ελάχιστες μη νομίζεις, να διέσωσαν το 40 % της σοδειάς».
«Κάτσε ρε φίλε», τρελαίνομαι εγώ, «θες να μου πεις ότι για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια δεν έχεις να μου στείλεις ούτε σταγόνα;»
«Άμα σου λέω ότι δεν φτάνει ούτε για τη σαλάτα μου, τι καταλαβαίνεις;», μου λέει ο Βαγγέλης.
«Και ο συνεταιρισμός τι κάνει;», συνεχίζω εντελώς ντελαπαρισμένος.
«Αυτή τη στιγμή ο συνεταιρισμός πουλάει 9 ευρώ ό,τι έμεινε απ’ το περσινό, ώσπου να σωθεί κι αυτό και ύστερα πάπαλα…», σημειώνει ο Βαγγέλης.
«Σας έχουν πει τίποτα για αποζημιώσεις;», συνεχίζω να ρωτάω μέσα στην παραζάλη μου.
«Ακούσαμε κάτι υποσχέσεις έτσι στο γενικό, γίνανε και κάποιες ενέργειες από το συνεταιρισμό, αλλά μαθαίνουμε υπογείως ότι όσα λεφτά υπήρχαν στο ταμείο θα πάνε όλα Θεσσαλία κι εμείς θα χρειαστεί να περιμένουμε. Δεν ξέρω πόσο, κανείς δεν ξέρει…», καταλήγει ο φίλος μου.
Και κάπου εκεί είπαμε κάτι άλλα δικά, που θα μείνουν πριβέ γιατί δεν είναι όλα προς δημοσίευση και τέρψη του αναγνωστικού κοινού. Αλλά όταν έκλεισα το τηλέφωνο, ζωγραφίστηκε πάνω απ’ την κεφάλα μου η απορία όπως στα κόμικς:
Αν πέρυσι, με νορμάλ χρονιά στην παραγωγή, έφτασε το παρθένο ελαιόλαδο στα 15 ευρώ, φέτος που τα πήρε ο διάολος όλα, θ’ αργήσει πολύ να πιάσει το εικοσαρικάκι;
Τροφή για σκέψη, μιας και από την άλλη την τροφή δεν τα βλέπω να τα πηγαίνουμε και πολύ καλά. Εκτός κι αν έχετε κονέ σε συνεργείο, μια χαρά είναι και το γράσο στη χωριάτικη, άσε που φτουράει και περισσότερο από το λάδι!
Χρήστος Ξανθάκης