Η κασσελακικής εμπνεύσεως ερμηνεία περί διανόησης ως σάλτσα, όσο αποκρουστική και συνάμα αφελής και εάν είναι, κρύβει μέσα της μια πικρή αλήθεια. Η διανόηση στην πολιτική αποκομμένη από τη λαϊκότητα δεν μπορεί να παραγάγει σημαντικά πολιτικά αποτελέσματα. Η λαϊκή σύνδεση με τα παραγόμενα της απαραίτητης διανοητικής επεξεργασίας της πολιτικής είναι τόσο αναγκαία όσο αναγκαία είναι και η σάλτσα στο φαΐ για να νοστιμέψει.
Βέβαια μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι φαγητό χωρίς σάλτσα μπορεί να προκύψει, αλλά σάλτσα χωρίς φαγητό δεν τρώγεται. Η διανόηση στην πολιτική δηλαδή, χωρίς λαϊκή απεύθυνση μοιάζει περισσότερο με ελιτισμό και έχει ως αποτέλεσμα την αποστροφή των κοινωνικών μαζών από αυτήν. Ταυτόχρονα ενισχύει την αφελέστατη άποψη πως η διανόηση είναι μια περιττή πολυτέλεια, μια διαστροφή των «γραφικών» της πολιτικής. Βέβαια όσο αναγκαίο είναι το φαΐ για τη σάλτσα, τόσο αναγκαία είναι και η σάλτσα για να αποκτήσει το φαΐ κάποιο νόημα.
Δυστυχώς η αριστερά διαχρονικά άλλοτε υπερτίμησε και άλλοτε υποτίμησε αυτή την αναγκαιότητα με τα αποτελέσματα να είναι γνωστά. Την περίοδο που επικρατούσε η «χαζοχαρούμενη», πολλές φορές, αισιοδοξία πως αρκεί μόνο η πεφωτισμένη δεσποτεία της αριστεράς για να καθοδηγήσει τα πλήθη και να υπερισχύσει των ιδεολογικών μηχανισμών των κυρίαρχων ελίτ, κατέγραφε με μακαριότητα μεν αλλά χωρίς αποτελεσματικότητα δε, χαμηλές εκλογικές επιδόσεις, πέριξ του 3%. Όταν αποφάσισε δε να απαλλαγεί από αυτό το 3%, προσέκρουσε στο 41% της νέας μας πραγματικότητας. Αυτή η νέα αριστερά λοιπόν που αυτές τις μέρες οργανώνεται, ομολογουμένως με την πλάτη στον τοίχο, εάν θέλει να κερδίσει και άλλη ζωή στο πάκμαν της εγχώριας πολιτικής κονίστρας πρέπει να επιτύχει αυτόν τον απαραίτητο συνδυασμό. Είναι εύκολο; Όχι. Κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση; Πολύ φοβάμαι πως η απάντηση είναι η ίδια.
Στα πρώτα αυτά βήματά της, διαφαίνεται πως δεν έχει γίνει αντιληπτό από όλους τους παράγοντες του νέου εγχειρήματος πως δυστυχώς ή ευτυχώς στην εποχή της μετά-πολιτικής, όσο αντιδραστικός και εάν ακούγεται ο όρος, δεν έχει αλλάξει μόνο η φόρμα αλλά και το περιεχόμενο. Τα τραπεζάκια με τις αφίσες των υψωμένων γροθιών, οι συγκεντρώσεις σε χώρους πολιτισμού και καφενεία και οι συνεδριάσεις των οργανώσεων μελών αποτελούν μάλλον, περισσότερο προϊόντα μελέτης για τα Α.Σ.Κ.Ι. (Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας) παρά τον απαραίτητο δίαυλο για να επικοινωνήσει κανείς την πολιτική του.
Η αριστερά έχασε την μάχη (αλλά όχι τον πόλεμο) γιατί δεν κατάφερε να δομήσει μια στέρεα και συμπαγή πρόταση για τη μεταμοντέρνα κοινωνία. Στον αντίποδα ο στρατηγικός της ανταγωνιστής παρουσίασε έναν αχταρμά από αποτυχημένες και αναχρονιστικές πολιτικές της «Εσπερίας» του παρελθόντος ως σχέδιο για την Ελλάδα του μέλλοντος. Τα κατάφερε όμως! Κυρίως διεισδύοντας με κυνισμό σε τομείς που άλλοτε πιστεύαμε ότι αποτελούν προνομιακό πεδίο της αριστεράς.
Πώς απαντάς λοιπόν; Μα φυσικά με ένα εναλλακτικό σχέδιο. Όσο και εάν σιχαίνομαι τον χαοτικό ορισμό των doers, πρέπει να ομολογήσουμε ότι ζούμε στην εποχή τους. Συνεπώς έστω και ενστικτωδώς η ελληνική κοινωνία δεν αρκείται στα «όχι» και τις αντιθέσεις. Επιζητά προτάσεις, για παράδειγμα δεν φτάνει να αντιτίθεται κανείς απλά στην προοπτική ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων όταν παρόμοια πτυχία από την Ανατολική Ευρώπη έχουν κατακλύσει ως νομοτέλεια την ελληνική αγορά εργασίας. Χρειάζεται να επικοινωνήσεις τη δίκη σου πρόταση για το «Νέο Δημόσιο Πανεπιστήμιο». Να μιλήσεις συνεπώς για την ανάγκη της αυτονομίας του, για την ενίσχυση της εξωστρέφειάς του και τον εμπλουτισμό των προγραμμάτων σπουδών.
Ακόμη, όσο υπερφίαλο και εάν ακούγεται, εάν δεν παρουσιάσεις από τώρα ένα ολιστικό σχέδιο για τη μεταμόρφωση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας με ενίσχυση της εγχώριας παραγόμενης υπεραξίας ωσάν να έχεις τη δυνατότητα να κατευθύνεις εσύ τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, δεν θα βρεθείς ποτέ στη θέση να μπορείς να χρησιμοποιήσεις πράγματι ανάλογες χρηματοδοτήσεις!
Ας μη γελιόμαστε, λοιπόν, σε μια εποχή γεμάτη ασυμμετρίες, θα πρέπει να αποδεχτούμε πως αυτοί οι μετασχηματισμοί δεν επιτυγχάνονται από τα κάτω (για να χρησιμοποιήσω έναν παλαιό όρο και εγώ!) πρέπει να δείξεις τον δρόμο και να μην περιμένεις να σε οδηγήσει αυτός. Εάν περιμένεις η κοινωνία ως σύνολο ατομικών μονάδων να οδηγήσει τις εξελίξεις και όχι εσύ αυτές, τότε ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος οι προσδοκίες να μετατραπούν πάλι σε αυταπάτες.
Εξάλλου, όπως λέει και ο σαρκαστικά ειρωνικός νεοέλληνας ποιητής Δημήτρης Δημητριάδης, μετά την ανάγνωση ενός βιβλίου ο καθένας επιστρέφει στον χαρακτήρα του.
Αντώνης Τελόπουλος
Εφημερίδα των Συντακτών (26.12.2023)