Το 2010 ήμουν 34 ετών, είχα επιστρέψει στην Ελλάδα, είχα αρχίσει να εργάζομαι και είχα μόλις αποκτήσει παιδιά. Μπροστά μου, πέρα από τον στρατηγικό στόχο του ελευθεριακού σοσιαλισμού, ανοιγόταν μια ζωή στην οποία θα μπορούσα να ζω από τη δουλειά μου, να ταξιδεύω πολύ, να δημιουργώ στον ελεύθερο χρόνο μου.
Αντί για αυτό, πέρασα τα καλύτερα μου χρόνια μέσα σε έναν ζουρλομανδύα οικονομικής ασφυκτικής επιτήρησης, έμενα μήνες απλήρωτος, μετακόμιζα σε μικρότερα σπίτια για να μπορώ να τα πληρώνω και εμενα παραπάνω από όσο θα ήθελα μέσα σε αυτά με αποτέλεσμα οι σχέσεις που αναπτύσσονταν εκεί να είναι εξ αρχής υποθηκευμένες, δεν έκανα ούτε το ένα δέκατο από τα ταξίδια που ονειρευόμουν, ξόδευα τη δημιουργικότητά μου στο να κυνηγάω ένα ακόμα χατζιλίκι για να βγει ο μήνας, γέμισα με τις νευρώσεις της δύσκολης επιβίωσης και είδα τους φίλους μου να παθαίνουν το ίδιο.
Σε λιγότερο από ένα μήνα γίνομαι 48 και όσο δύσκολο κι αν είναι να παραδεχτεί κανείς τέτοια πράγματα, η καλύτερη ηλικία μου πέρασε κιόλας και πέρασε με κατεστραμμένη τη δυνατότητα να κάνω όσα θα μπορούσα -κι αυτό ισχύει για όλη τη γενιά μου.
Ο Σόιμπλε που πέθανε σήμερα υπήρξε όχι απλά αρχιτέκτονας αλλά και μανιακός χτίστης αυτής της συνθήκης.
Θέλω να είμαι σαφής ότι εδώ δεν υπάρχει καμία σχετικοποίηση: Δεν υπάρχει ούτε μισό δάκρυ.