Στην Αθήνα βρίσκεται ο βραβευμένος σεναριογράφος και στενός συνεργάτης του σκηνοθέτη Κεν Λόουτς, Πολ Λάβερτι. Ήρθε για την παρουσίαση της ταινίας τους με τίτλο «Η τελευταία παμπ» («The old oak» ο πρωτότυπος τίτλος) που θα γίνει στο πλαίσιο του 36ου «Πανοράματος». Με την ευκαιρία ο Λάβερτι μίλησε στη Νόρα Ράλλη για την Εφημερίδα των Συντακτών και εγκωμίασε την προσπάθεια για την ίδρυση και τη στήριξη του ημερήσιου συνεταιριστικού εντύπου:
«Είστε αξιοθαύμαστοι που έχετε δημιουργήσει αυτό το συνεταιριστικό εγχείρημα ως εφημερίδα» είπε και πρόσθεσε:
«Ίσως οι αναγνώστες σας να μην έχουν καταλάβει πόσο σημαντικό είναι αυτό. Το λέω εγώ που ήμουν για χρόνια σε ακτιβιστικές ομάδες και δικαιωματικά κινήματα. Πλέον ο ακτιβισμός πρέπει να αλλάξει τους τρόπους δράσης του: το διακύβευμα πλέον είναι η δημιουργία κοινοτήτων. Οχι μόνο συνδικάτων, αλλά κοινοτήτων. Το διακύβευμα είναι η ίδια η χαρά».Μιλώντας για την ταινία του, που έγινε σε σκηνοθεσία του Λόουτς, ο Λάβερτι, αναφέρθηκε στους απόγονους ανθρακωρύχων στη Βόρεια Αγγλία τους οποίους συνάντησε, όπως έγινε και με αρκετούς από εκείνους που είχαν πάρει μέρος στη μεγάλη απεργία τού 1984-85:
«Είδα μία 90χρονη που ήταν μέσα στους αγώνες και είδα μια γυναίκα πολύ πιο περιποιημένη (ακόμη και στα ρούχα της), αλλά και στην ιδεολογία της από σημερινούς 30χρονους» είπε και εξήγησε ποιο είναι το κοινό στοιχείο της 90χρονης με τους σημερινός 30χρονους:
«Είναι και οι δύο θλιμμένοι. Είναι λυπημένοι. Γιατί αυτό που πέτυχε τότε η Θάτσερ, αυτή η εγκληματική φιγούρα, είναι πως εργαλειοποίησε τη νίκη της πάνω στους ανθρακωρύχους ώστε να καταργήσει κάθε εργασιακό δικαίωμα, κάθε έννοια κράτους πρόνοιας. Το ίδιο έκανε και ο Ρίγκαν».
Θα είχαν σωθεί επτά εκατομμύρια άνθρωποι
«Αν πέθαινε 70 χρόνια πριν, θα είχαν σωθεί τουλάχιστον 7 εκατομμύρια άνθρωποι. Ή θα ξεχάσουμε τι έκανε στη Χιλή, στην Αφρική, στην Ελλάδα, στην Κύπρο; Τώρα χορεύει με τη Θάτσερ και τον Ρίγκαν στην κόλαση, σε έναν αέναο χορό σαν το μαρτύριο του Σίσυφου».
- Η «Τελευταία παμπ» («Η παλιά βελανιδιά» όπως μεταφράζεται ο πρωτότυπος τίτλος της «The old oak») είναι το τελευταίο σημείο συνάντησης, ο μοναδικός δημόσιος χώρος που απέμεινε για τους πρώην ανθρακωρύχους και τον οποίο ο ιδιοκτήτης του παλεύει να κρατήσει ανοιχτό.