Πως πήγαινε το τραγουδάκι το πατριωτικό; Κάτσε μια στιγμή, μισό λεπτάκι, άντε το θυμήθηκα:
Της πατρίδας μου η σημαίαέχει χρώμα γαλανό
και στη μέση χαραγμένο
έναν κάτασπρο σταυρό
Κυματίζει με καμάρι
δεν φοβάται τον εχθρό
σαν τη θάλασσα είναι γαλάζια
και λευκή σαν τον αφρό
Αυτά τα ποιητικά; Αυτά τα ποιητικά.
Μόνο που τώρα η σημαία της πατρίδος μπορεί να διατήρησε τον σταυρό και το λευκό του αφρού, αλλά πέρασε από το γαλανό στο ροζ. Μια παρέμβαση της εικαστικού Γεωργίας Λαλέ, που έφερε τον τίτλο “Ενοχή της Γειτονιάς” (“Neighborhood Guilt”) και παρουσιάστηκε στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδος, στη Νέα Υόρκη, στο πλαίσιο της έκθεσης Carte Blanche Project με κεντρικό σημείο αναφοράς την ενδοοικογενειακή βία και τις γυναικοκτονίες υπό την αιγίδα του ΕλληνοΑμερικανικού Επιμελητηρίου. Σημειωτέον ότι η σημαία της Λαλέ ήταν φτιαγμένη από σεντόνια που παραχώρησαν στην καλλιτέχνιδα Ελληνίδες που είχαν υποστεί κακοποιήσεις κάθε είδους. Και είχαν ξαπλώσει στα κρεβάτια τους τρομαγμένες, πληγωμένες και αβοήθητες…
Κανονικά λοιπόν, και μετά από τόσες και τόσες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις εθνικών συμβόλων ανά την υφήλιο, το έργο της Λαλέ θα το είχαν προσέξει όσοι και όσες έπρεπε να το προσέξουν. Τα άτομα, δηλαδή, με αυξημένη κοινωνική συνείδηση, καθώς και οι απανταχού φιλότεχνοι με τις απανταχού φιλότεχνες. Έλα, όμως, που εδώ είναι Βαλκάνια, δεν είναι παίξε γέλασε. Κι αντί να τη συγχαρούν την καλλιτέχνιδα που όχι μόνο συνέλαβε αλλά έφερε κιόλας εις πέρας ένα τόσο δύσκολο και περίπλοκο πρότζεκτ, πέσανε διάφοροι να τη φάνε. Ότι προσβάλλει τη σημαία μας, ότι δεν σέβεται την πατρίδα, ότι διέπεται από αισθήματα ανθελληνικά και πάρε και βάλε και δώσε. Για να τους ακούσει ο Γιώργος Γεραπετρίτης και να δώσει εντολή να αποσυρθεί το έργο από την έκθεση στο Προξενείο. Εκεί κατέχει να δίνει εντολές ο υπουργός Εξωτερικών, αλλού λέει μόνο «άφεριμ»…
Αλλά ξέρετε τι μου θύμισε αυτή η ιστορία με τη σημαία της Λαλέ στη Νέα Υόρκη. Την θύελλα που είχε ξεσηκωθεί το 2000 στη Νέα Μηχανιώνα (νέα η μια, νέα και η άλλη!), όταν επρόκειτο να παρελάσει ως σημαιοφόρος ο αλβανικής καταγωγής Οδυσσέας Τσενάι. Και τότε είχε γίνει χαμός Κυρίου, για το πώς τολμούσε να υψώσει την σημαία την ελληνική ο αλλοδαπός, από πού κι ως που την ώρα που υπήρχαν και δικά μας παιδιά καλοί, καλούτσικοι έστω, μαθητές, στη σημαία έπρεπαν μόνο τα δικά μας χέρια, γιατί τα ξένα χέρια είναι μαχαίρια κλπ. κλπ. κλπ. Όλα μπροσθόβαρα και βαρβάτα και μπαρουτοκαπνισμένα, που λησμονούσαν, ωστόσο, μια πολύ βασική λεπτομέρεια:
Ο Τσενάι δεν θα ήταν πάνω απ’ τη σημαία, θα ήταν κάτω απ’ τη σημαία!
Εν ολίγοις, μπουρδίτσες για περνάει η ώρα του εθνικιστικού ακροατηρίου, την ώρα που θα οφείλαμε να πανηγυρίζουμε γιατί ένας Αλβανός αντί να υψώνει ψηλά τον αετό, επρόκειτο να υψώσει τον σταυρό. Αλλά που μυαλό…
Κάτι ανάλογο και με τη Λαλέ. Αντί να μας συγκινεί που οι ταλαιπωρημένες και ζορισμένες και συντριμμένες γυναίκες διάλεξαν την σημαία μας για να εκφράσουν τον πόνο τους, αντί να μας δονεί που στα υψηλά νοήματά της και στους συναρπαστικούς συμβολισμούς της ήρθαν να προστεθούν οι δικές τους συγκλονιστικές εμπειρίες, καθόμαστε και ξερνάμε χολή γιατί μας πειράξανε το τοτέμ. Λυπούμαι πολύ, αλλά αυτού του είδους οι αντιδράσεις ταιριάζουν περισσότερο στα νηπιαγωγεία και όχι σε ώριμους ανθρώπους. Και σαφώς δεν ταιριάζουν διόλου σε ένα υπουργείο Εξωτερικών, που πρέπει να αντιμετωπίζει τις πάσης φύσεως εντάσεις με διπλωματία και όχι με αποφασίζομεν και διατάσσομεν…
Χρήστος Ξανθάκης