Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει δίκιο όταν λέει ότι κάθε του λέξη διυλίζεται από τον αντίπαλο για να βρει «κάτι» και να πλήξει τον ίδιο και το κόμμα. Θα πρέπει, όμως, να ξέρει ότι κάθε του λέξη διυλίζεται και από εκείνους που επιμένουν ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να δίνουν λευκή επιταγή.
Τα παραπάνω αναφέρει ο Θανάσης Καρτερός στο άρθρο του στην Αυγή (28.11.2023) όπου υπερασπίζεται την Εφη Αχτσιόγλου και τα «ρίχνει» (μερικώς) στον Κασσελάκη για τις δηλώσεις περί «καρέκλας» και «παρακαταθήκης Τσίπρα».
Ακολουθεί το κείμενο του καρτερού υπό τον τίτλο "Η «παρακαταθήκη» του Τσίπρα και η καρέκλα της Αχτσιόγλου":
Με το χέρι στην καρδιά, λοιπόν:
Πρώτον, τέτοιου είδους προφητείες του παρελθόντος δεν αποτελούν «παρακαταθήκη» του Τσίπρα. Ο Τσίπρας, ως πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, δέχτηκε σκληρές επιθέσεις από ανθρώπους που πορεύτηκαν χρόνια μαζί και ύστερα διάλεξαν άλλο δρόμο, έξω από το κόμμα και εναντίον του. Ουδέποτε, όμως, κατέφυγε σε τραπεζοκαθίσματα.
Δεύτερον, το σενάριο, αν του έλεγε η Αχτσιόγλου ότι δεν… κ.λπ., τότε θα έφευγε ο ίδιος προς χάρη της ενότητας, ένα σχόλιο σηκώνει: Άσ’ το, σύντροφε πρόεδρε. Εδώ είναι Βαλκάνια.
Τρίτον, πόθεν προκύπτει σύνδεση Αχτσιόγλου με καρέκλα ως στόχο; Επειδή έτσι; Ενώ προκύπτει εύκολα σύνδεση Αχτσιόγλου με εργασιακό, συλλογικές συμβάσεις, οκτάωρο, ας πούμε. Και Αχτσιόγλου με Τσίπρα - για χρόνια. Σβήνουν αυτά το σοβαρό, τραυματικό λάθος να επιλέξει τη διάσπαση; Όχι, βέβαια. Αλλά ούτε και η διάσπαση σβήνει αυτά.
Τελευταίο. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει δίκιο όταν λέει ότι κάθε του λέξη διυλίζεται από τον αντίπαλο για να βρει «κάτι» και να πλήξει τον ίδιο και το κόμμα. Θα πρέπει, όμως, να ξέρει ότι κάθε του λέξη διυλίζεται και από εκείνους που επιμένουν ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να δίνουν λευκή επιταγή. Οι λέξεις του, όπως και οι λέξεις του επιτελείου του, δίνουν τον τόνο και στη δύσκολη αντιπαράθεση με όσους επέλεξαν τον δρόμο της διάσπασης. Αν, δηλαδή, αυτή θα γίνει με πολιτικούς όρους ή με όρους αποστασίας, πέμπτης φάλαγγας, καρέκλας, ανθρωποφαγίας.
ΥΓ. Η «παρακαταθήκη Τσίπρα» περιλαμβάνει και ένα άλλο «ουδέποτε». Ουδέποτε μίλησε δημόσια χωρίς να διαβουλευτεί με ένα ευρύ και «πολύπλαγκτο» κύκλο στελεχών για τη σκοπιμότητα, το ύφος, κάθε διατύπωση ή λέξη. Το παραξήλωνε, μάλιστα, κάποτε… Κι αυτό δεν του το επέβαλε η άγνοια της γλώσσας - μια χαρά είναι τα ελληνικά του. Αλλά η γνώση της ευθύνης…