Στις 8 Απριλίου η Εμίλια Βιέιρα, μια νεαρή κοπέλα που εργάζεται σε μια οργάνωση για τα δικαιώματα των γυναικών, είδε τη φωτογραφία της δημοσιευμένη στη New York Post - το αμερικανικό αντίστοιχο του «Μακελειού». Η εφημερίδα ανέφερε ότι συμμετείχε σε συγκέντρωση υπέρ των Παλαιστινίων και επετίθετο στην ιδιοκτήτρια της οργάνωσης, την οποία λίγο έλειπε να κατηγορήσει για υπόθαλψη εγκληματία.
H Εμίλια ήταν μία από τους χιλιάδες ανθρώπους που είδαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία να φτάνει στα όρια της αβύσσου ή να καταστρέφεται ολοκληρωτικά από τις επιθέσεις που δέχονται όσοι καταδικάζουν την ανθρωποσφαγή στη Γάζα. Τα Starbucks παραδείγματος χάριν κατέθεσαν μήνυση στα συνδικάτα τους γιατί στηρίζουν τον παλαιστινιακό λαό.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, μια ομάδα 30 φοιτητών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ κατάλαβε τι σημαίνει να ζεις σε μια κατ’ όνομα δημοκρατική χώρα η οποία όμως λειτουργεί με όρους απολυταρχικού καθεστώτος. Οι φοιτητές είχαν υπογράψει επιστολή στην οποία σημείωναν ότι την ευθύνη για την έκρηξη βίας στη Μέση Ανατολή φέρει εξ ολοκλήρου η δύναμη κατοχής, δηλαδή το Ισραήλ.
Λίγες ημέρες αργότερα μια ομάδα διευθυνόντων συμβούλων μεγάλων αμερικανικών εταιρειών, όπως o Μπιλ Ακμαν από το hedge fund Pershing Square Capital Management, ζήτησε από το πανεπιστήμιο να δημοσιεύσει τα ονόματα των φοιτητών προκειμένου να μην τους προσλαμβάνουν αμερικανικές εταιρείες. Τις ίδιες ημέρες ο καθηγητής Εμπορικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, Στίβεν Ντάβιντοφ Σόλομον, με άρθρο του στη Wall Street Journal ζητούσε από το σύνολο του επιχειρηματικού κόσμου των ΗΠΑ να μην προσλάβει ποτέ φοιτητές του που ασκούν κριτική στο κράτος του Ισραήλ.
Το αποκορύφωμα όμως της ναζιστικής εμπνεύσεως διαπόμπευσης νέων ανθρώπων ήταν ότι στο προαύλιο του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ άρχισε να κυκλοφορεί ένα φορτηγό με γιγαντοαφίσες, με τις φωτογραφίες και τα ονόματα των φοιτητών που άσκησαν κριτική στο Ισραήλ. Το φορτηγό είχε μισθώσει η οργάνωση Accuracy in Media (AIM), που σύμφωνα με ρεπορτάζ του Guardian είναι παρακλάδι ενός γιγαντιαίου δικτύου ακροδεξιών οργανώσεων και think tank τα οποία χρηματοδοτούνται με εκατομμύρια δολάρια από το Ιδρυμα Informing America Foundation (IAF).
Καθώς αυτού τους είδους τα ιδρύματα δεν υποχρεούνται να παρουσιάζουν δημοσίως την πηγή των χορηγιών που λαμβάνουν, έχουν κατηγορηθεί ότι λειτουργούν σαν διανομείς μαύρου χρήματος που καταλήγει σε οργανωμένες επιχειρήσεις προπαγάνδας και επηρεασμού του πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ (παρεμπιπτόντως, την ίδια ώρα που ο Guardian έκανε αυτές τις αποκαλύψεις για το κυνήγι των φοιτητών στις ΗΠΑ, απέλυε τον βετεράνο σκιτσογράφο του, Στιβ Μπελ, ο οποίος τόλμησε να συγκρίνει τα εγκλήματα του Νετανιάχου με τον πόλεμο στο Βιετνάμ).
Για έναν εργαζόμενο στις ΗΠΑ η «προγραφή» σε μαύρες λίστες μπορεί να σημάνει ολοκληρωτικό τερματισμό της επαγγελματικής του σταδιοδρομίας. Ιδιαίτερα για έναν φοιτητή όμως, ο οποίος θα τελειώσει τις σπουδές με ένα κολοσσιαίο οικονομικό χρέος από τα δίδακτρα, η εκδικητική μανία των φιλοϊσραηλινών οργανώσεων δημιουργεί πραγματικό πρόβλημα επιβίωσης.
Από το τέλος της αντικομμουνιστικής υστερίας του γερουσιαστή Μακάρθι οι ΗΠΑ δεν έχουν ξαναβρεθεί αντιμέτωπες με τέτοιας μορφής ολοκληρωτικό κοινωνικό εξοστρακισμό πολιτών. Η βασική διαφορά βέβαια με την εποχή του Μακάρθι είναι ότι το νέο κυνήγι μαγισσών δεν πραγματοποιείται από το κράτος αλλά από τον ιδιωτικό τομέα και ως εκ τούτου δεν υπόκειται σε κανέναν δημοκρατικό έλεγχο. Ενώ δηλαδή η αμερικανική κυβέρνηση μπορεί να δηλώνει πίστη στην πρώτη τροποποίηση του αμερικανικού Συντάγματος για την ελευθερία του λόγου, η κοινωνική πραγματικότητα παραπέμπει σε ένα ιδιωτικοποιημένο καφκικό καθεστώς.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις έχουν άμεση πρόσβαση στο ποινικό μητρώο υποψήφιων υπαλλήλων τους οι οποίοι μπορεί να έχουν καταδικαστεί για παραβάσεις που στην πραγματικότητα είναι φρονηματικού χαρακτήρα. Οταν παραδείγματος χάριν η αστυνομία της Νέας Υόρκης συλλάμβανε δι' ασήμαντον αφορμήν εκατοντάδες νέους που συμμετείχαν στο κίνημα Occupy Wall Street το 2011, τοποθετούσε στο ποινικό τους μητρώο ένα στίγμα το οποίο ήταν κατά βάση ιδεολογικό και όχι ποινικό. Με αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται πειθάρχηση του πληθυσμού για την οποία σε άλλες εποχές έπρεπε να ασκηθεί τρομακτική ποσότητα φυσικής βίας, φυλακίσεων και εξοριών.
Μπορεί όμως τελικά ο τρόμος, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ασκείται για λογαριασμό του κράτους του Ισραήλ, να κάμψει τις κοινωνικές αντιστάσεις; Η απάντηση που έδωσαν χιλιάδες άνθρωποι που συμμετείχαν σε φιλοπαλαιστινιακές κινητοποιήσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον είναι κατηγορηματικά «όχι». Με τη στάση τους δήλωσαν ότι η καταδίκη μιας εν εξελίξει γενοκτονίας (όπως ορίζεται από τα τρία πρώτα άρθρα της σύμβασης του 1948 για τις γενοκτονίες) αξίζει πολύ μεγαλύτερες θυσίες.
Το ίδιο δήλωσαν με τη στάση τους και οι εκατοντάδες Εβραίοι που εισήλθαν αυτή την εβδομάδα στο Κογκρέσο και πραγματοποίησαν καθιστική διαμαρτυρία ζητώντας άμεση κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Οι τουλάχιστον 400 προσαγωγές και συλλήψεις που ακολούθησαν τους άφησαν ολοκληρωτικά αδιάφορους. Ισως μάλιστα να είχαν στο πίσω μέρος του μυαλού τους τη φράση του Μάρεκ Εντελμαν, του τελευταίου επιζώντος της εξέγερσης του γκέτο της Βαρσοβίας, ο οποίος σχολιάζοντας τα εγκλήματα του Ισραήλ έλεγε ότι το να είσαι Εβραίος σημαίνει να είσαι πάντα με τον καταπιεσμένο και ποτέ με τον καταπιεστή.
Άρης Χατζηστεφάνου