Την εποχή της κρίσης, όταν η Αθήνα ήταν γεμάτη ανερχόμενους δημοσιογράφους, λαμπρούς νέους αγγλοσαξονικής καταγωγής που ήθελαν εν μια νυκτί να μάθουν πώς έφτασε η Ελλάδα κοντά στη χρεοκοπία, υπήρχε μια σειρά από πράγματα που έπρεπε να κάνει ένας επίδοξος fixer για να αναδείξει το πορνό της παρακμής σε εικόνες: συνέντευξη με Βαρουφάκη, βόλτα στην καμένη Πανεπιστημίου με τα άδεια μαγαζιά και τα σπασμένα μάρμαρα, ραντεβού σε νοσοκομείο του ΕΣΥ.
Αργά ή γρήγορα ο δημοσιογράφος ρωτούσε: «Μα δεν καταλαβαίνω. Η χώρα έχει χάσει το ¼ της οικονομίας της, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας στην Ευρώπη, αλλά όλα τα καφέ είναι γεμάτα».
Με εκνεύριζε απίστευτα αυτή η ερώτηση. Έπαιρνα πάντα μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσω: «Το “έξω” είναι στην κουλτούρα μας. Ο κόσμος δεν μένει μέσα, θα βγει ακόμα και για έναν μόνο καφέ, ειδικά αν κάνει ζέστη. Θα πιει μόνο ένα ποτό ή θα κάτσει σε περίπτερο, σε μια πλατεία, και θα πιει μια μπίρα. Μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα». Tο πίστευα αυτό που έλεγα και, εν μέρει, είχα δίκιο.
Θυμήθηκα την απάντηση μου μετά από καιρό, ένα τυχαίο βράδυ καθημερινής στο κέντρο. Λίγες ώρες πριν είχα κάνει τη γνωστή εξοντωτική άσκηση στο σούπερ μάρκετ: προσθαφαιρέσεις, προσφορές 1+1, εσωτερικός διάλογος, 70 ευρώ για τα απολύτως απαραίτητα, ελαφρύ αίσθημα ήττας. Στην έξοδο του μετρό στο Σύνταγμα λίγο αργότερα, μια λαοθάλασσα πήγαινε από μπαρ σε μπαρ και από εστιατόριο σε εστιατόριο για να φάει σαλάτες με σύκο, yuzu και μαραθόριζα (18 ευρώ) και να πιει κοκτέιλ με μαστίχα και τζιν εμπλουτισμένο με γιασεμί, φραγκόσυκο και τσίλι (13 ευρώ). Προφανώς και υπήρχαν τουρίστες, αλλά η πλειοψηφία ήταν Έλληνες.
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;», «Πού τα βρίσκουν τα λεφτά;» ρωτούσα τις φίλες μου ξανά και ξανά την επομένη που είχαμε μαζευτεί σε ένα μπαλκόνι, τρώγοντας τα αλλόκοτα πράγματα που καταναλώνει μια συγκεκριμένη κατηγορία γυναικών όταν βρεθούν μόνες: πατατάκια από παντζάρι, ροζέ κρασί, vegan παγωτό και «καναδέζικη» πίτσα «από ξυλόφουρνο» (για το ξεκάρφωμα). Είχαμε πιάσει μία από αυτές τις κλασικές συζητήσεις για την ακρίβεια στην Αθήνα, τη στεγαστική κρίση, τη μόνιμη ματαίωση που νιώθουμε κι άλλα τέτοια χαρούμενα.
Με εκνεύριζε απίστευτα αυτή η ερώτηση. Έπαιρνα πάντα μια βαθιά ανάσα πριν απαντήσω: «Το “έξω” είναι στην κουλτούρα μας. Ο κόσμος δεν μένει μέσα, θα βγει ακόμα και για έναν μόνο καφέ, ειδικά αν κάνει ζέστη. Θα πιει μόνο ένα ποτό ή θα κάτσει σε περίπτερο, σε μια πλατεία, και θα πιει μια μπίρα. Μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα». Tο πίστευα αυτό που έλεγα και, εν μέρει, είχα δίκιο.
Θυμήθηκα την απάντηση μου μετά από καιρό, ένα τυχαίο βράδυ καθημερινής στο κέντρο. Λίγες ώρες πριν είχα κάνει τη γνωστή εξοντωτική άσκηση στο σούπερ μάρκετ: προσθαφαιρέσεις, προσφορές 1+1, εσωτερικός διάλογος, 70 ευρώ για τα απολύτως απαραίτητα, ελαφρύ αίσθημα ήττας. Στην έξοδο του μετρό στο Σύνταγμα λίγο αργότερα, μια λαοθάλασσα πήγαινε από μπαρ σε μπαρ και από εστιατόριο σε εστιατόριο για να φάει σαλάτες με σύκο, yuzu και μαραθόριζα (18 ευρώ) και να πιει κοκτέιλ με μαστίχα και τζιν εμπλουτισμένο με γιασεμί, φραγκόσυκο και τσίλι (13 ευρώ). Προφανώς και υπήρχαν τουρίστες, αλλά η πλειοψηφία ήταν Έλληνες.
«Ποιοι είναι όλοι αυτοί;», «Πού τα βρίσκουν τα λεφτά;» ρωτούσα τις φίλες μου ξανά και ξανά την επομένη που είχαμε μαζευτεί σε ένα μπαλκόνι, τρώγοντας τα αλλόκοτα πράγματα που καταναλώνει μια συγκεκριμένη κατηγορία γυναικών όταν βρεθούν μόνες: πατατάκια από παντζάρι, ροζέ κρασί, vegan παγωτό και «καναδέζικη» πίτσα «από ξυλόφουρνο» (για το ξεκάρφωμα). Είχαμε πιάσει μία από αυτές τις κλασικές συζητήσεις για την ακρίβεια στην Αθήνα, τη στεγαστική κρίση, τη μόνιμη ματαίωση που νιώθουμε κι άλλα τέτοια χαρούμενα.
- απόσπασμα από κείμενο της Δέσποινας Τριβόλη στο lifo.gr (ΕΔΩ)