Κάθομαι τώρα εγώ στο σπίτι, χαζολογάω με τα γατιά, φρόνιμος ο Γορδούλης, σκανταλιάρα η Λέλε, βράζω κάνα τσάι (τόσο φλώρος είμαι!), διαβάζω τις κριτικές για το θρίαμβο του Παναθηναϊκού (αιώνια πιστός), μιλάω στο τηλέφωνο με τον φίλο μου τον Νίκο απ’ τα Τρίκαλα (τη μπόχα που επικρατεί στην πόλη, ούτε ο ευαγγελιστής Ιωάννης δεν θα μπορούσε να την περιγράψει…), μιλάω με την ξαδέρφη μου τη Νανά από τη Λάρισα που έχει ένα θεματάκι υγείας (περαστικά Νανά μου), ρίχνω και μια ματιά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για να δω πως πάει το μαλλιοτράβηγμα στον ΣΥΡΙΖΑ (τρίχα δεν έχει μείνει!), περνάει η ώρα.
Κι όπως είμαι αραχτός στον καναπέ τον χιλιομαδημένο από τα τετράποδα, ντριν ντριν το τηλέφωνο. Κοιτάω τώρα εγώ, βλέπω άγνωστο νούμερο, λέω «κάνας μαλάκας που θέλει να μου
πουλήσει ρεύμα θα είναι», πατάω το κόκκινο, ασταδγιάλα.
Περνάει η ώρα.
Μετά από λίγο, όμως, άντε ξανά μανά ντριν, ντριν, πάλι το ίδιο νούμερο. Τα παίρνω εγώ, το ξανακλείνω, πάω εκεί που λέει «αποκλεισμός» για να τελειώνω μια και καλή. Και όπως είμαι
έτοιμος να ξεφορτωθώ τον ενοχλητικό, μου ‘ρχεται μήνυμα:
«Ρεπόρτερ Ξανθάκη, πλιζ πικ ιτ απ. Ο Σταν είμαι»!
Ποιος Σταν είναι αυτός, αναρωτιέμαι εγώ. Ο Αντιπαριώτης, που αγαπάει η νεολαία και κόβει αράδα τους χρυσούς δίσκους; Ήρθε η ώρα μήπως να ηχογραφήσει τα ποιήματά μου και να γίνω διάσημος;
«Έλα Σταν», του απαντάω, «πότε μπαίνουμε στούντιο;»
«Νο, νοτ δις Σταν», έρχεται καινούριο μήνυμα, «ο Σταν ο Γκρήνμπεργκ είμαι. Αι’λ κολ γιου εγκέην, πλιζ πικ ιτ απ».
«Ω ρε γαμώτι, μπλέξαμε», σκέπτομαι εγώ, αλλά τι να κάνω μπίζνες ιζ μπίζνες που λένε και στο Στέητς. Ντριν, ντριν, το σηκώνω.
Κι ακούω τον Γκρήνμπεργκ, μέσα στην αγωνία:
«Χελπ μι μαν, πληζ χελπ μι»!
«Εγώ να βοηθήσω εσένα ρε Σταν», του απαντάω, «ποιος δουλεύει ποιόν εδώ πέρα;» Κι ετοιμάζομαι να του το κλείσω στη μούρη.
«Γουέιτ ε μίνετ, ντοντ χανγκ απ», μου λέει. «Σε χρειάζομαι μπάντι, μόνο εσύ μπορείς να με βοηθήσεις…»
«Σπικ μαδαφάκα, εξπλέην έβριθινγκ», του λέω. «Ντοντ γουέηστ μάι πρίσιους τάιμ»!
«Λίσεν Χρήστο», μου λέει. «Άι γουίλ τέλ γιου έβριθινγκ. Άι αμ ιν τράμπολ, είμαι στα δύσκολα, πως το λέτε εσείς; Καλά είχα βολευτεί τόσο καιρό στο Ελλάντα, ήλιος, θάλασσα, φλέρτινγκ ολ δε τάιμ, τέηστυ φίσες, τρέντυ φατσούλες, μέηνστρημ μιούζικ, λίστα Πέτσα, φορτυουάν τακατό, γκαντάμιτ, άι φελτ λάικ άι γουόζ θέρτυ εγκέην. Άι νέβερ χεντ ιτ σο γκουντ, ήβεν
γουεν άι γουόζ ράιντινγκ γουίθ Μπιλ εντ Χίλαρυ»!
«Σόου;», τον ρωτάω εγώ, «γουάτ δε φακ γιου γοντ φρομ μι;»
«Χρήστο», μου λέει, «άι ντοντ γουόντ του λουζ δις Πάρανταϊς! Μπατ γουίθ ολ δις σιτ χάπενινγκ ιν ΣΥΡΙΖΑ, άι αμ εφρεηντ δατ Κυριάκος γουιλ νοτ νιντ μάι σέρβισες ενημόρ. Δόουζ ίντιοτς
όβερ δέαρ, μέηκ μη ντισπένσαμπολ, Μητσοτάκης γουίλ σεντ με μπακ το δη Στέητς ον δη φερστ πλέην…»
«Και τι θες να κάνω εγώ, ρε Σταν;», τον ρωτάω.
«Τελ Έφη εντ Στέφανος του φαηντ κόμον γκράουντ, χουέβερ γουίνς ον Σάντεη. Δέη όου ιτ το δη πάρτυ, δέη όου ιτ το δη βόουτερς, δέη όου ιτ το Γκρις. Τελ δεμ δατ γουηθάουτ ε στρονγκ εντ γιουνάητεντ ΣΥΡΙΖΑ, δη κάουντρι γουήλ φολ απάρτ. Δέη ντοντ χεβ του γκάβερν, λάικ Νίκος Φίλης σεντ, τζεστ μέηκ λάιφ ντίφικαλτ φορ Κυριάκος. Εντ λάιφ ίζιερ φορ δη ρεστ οφ ας, δι πολίτικαλ οπρατιβς. Ντου μι δατ φέηβορ εντ άι γουήλ όου γιου ουάν»!
Έκλεισα το τηλέφωνο, σκεπτικός. Κοίτα να δεις, που ακόμη κι ο Σταν για την ενότητα του ΣΥΡΙΖΑ παρακαλάει, την ώρα που στην Κουμουνδούρου (και στο διαδίκτυο!), πλέει ο μούσχαρος
στο αίμα. Λάλησε ο κούκος πραγματικά, που λένε και στο χωριό μου. Αλλά όπως σημείωνε κι ο Χάντερ Τόμπσον εν τη απεράντω σοφία του, «όταν επικρατεί η παλαβομάρα, οι παλαβοί γίνονται επαγγελματίες». Οπότε άρχισα κι εγώ τις επαφές…
Xρήστος Ξανθάκης
Voices / Newpost