Χθες σε μια συντροφιά καθώς καθόμασταν στην πλατεία ενός χωριού της Πελοποννήσου έμαθα για τον «Μπίλη». Η καταγωγή του από τη μακρινή Ανατολή. Τον βρήκε πριν από κάποια χρόνια ένας χωριανός να κρύβεται στο σπιτάκι του σκύλου στο αγρόκτημά του λίγο έξω απ’ το χωριό. Δεν μιλούσε ούτε λέξη ελληνικά κι ένας Θεός ή ένας Αλλάχ ήξερε πώς βρέθηκε εκεί. Ο χωριανός τον φρόντισε, του έδωσε να φάει και κουβέρτες να κοιμηθεί. Λίγο αργότερα τον πήρε στη δούλεψή του, σε αγροτικές δουλειές και όχι μόνο. Η τοπική κοινωνία, καμιά διακοσαριά κάτοικοι, αποδέχτηκε τον νεοφερμένο θες επειδή είχε τη στήριξη του συγχωριανού τους, θες επειδή ο ίδιος δεν ενοχλούσε και απλώς το μόνο που ήθελε ήταν ένα «απάγκιο».
Ο φίλος στην παρέα είναι απόλυτος: «Αν σου πει την ιστορία του, πώς έφτασε ώς εδώ, θα γράψεις βιβλίο. Εγώ όταν την άκουσα, ανατρίχιασα». Ο έτερος της παρέας, που έχει περάσει τα εξήντα, συμφωνεί και επαυξάνει. «Είναι αρχιμάστορας τώρα ο Μπίλης» προσθέτει. «Εχει το δικό του σπίτι, το δικό του αυτοκίνητο, πρόκοψε».
Ρωτάω πώς του βγάλανε το όνομα «Μπίλης». Η παρέα δεν θυμάται. Η απάντηση είναι «έτσι τον φωνάζαμε από την αρχή και του ‘μεινε». Η κουβέντα τελειώνει εκεί. Το όνομα δεν έχει δα και τόση σημασία. Αλλα είναι που μετράνε.
Καληνυχτιστήκαμε, ευχαριστήσαμε για τη φιλοξενία και φύγαμε. Στον δρόμο σκεφτόμουν τον «Μπίλη» και ταυτόχρονα την εικόνα του νεαρού μετανάστη με το αγωνιώδες βλέμμα που κυριαρχεί στα σόσιαλ μίντια τις τελευταίες μέρες, ένα από τα θύματα του αυτόκλητου σερίφη του Εβρου. Λογικά κάπως έτσι θα ήταν και το βλέμμα του «Μπίλη» όταν τον βρήκε ο χωριανός εκείνη τη μέρα στο σπιτάκι του σκύλου.
Δημήτρης Τερζής
Εφημερίδα των Συντακτών (25.08.23)