Απάντηση στα σόσιαλ και σε εκείνους που «έχουν γνώμη για όλα»
Άκουσε πολλά η Λένα Κιτσοπούλου –και μάλλον τα περίμενε. Ίσως και να χαίρεται ενδόμυχα με τόσο «πέσιμο» πάνω της για τους κυρίως προσωπικούς και ελάχιστα αριστοφανικούς «Σφήκες» της. Δεν είναι εύκολο να γίνεις το επίκεντρο συζητήσεων επί ημέρες, έστω και με αρνητικό πρόσημο. Άκουσε τα μύρια όσα και ήταν λογικό να αντεπιτεθεί. Κυρίως με αναφορές στα ανώνυμα και άμορφα σόσιαλ, όπου το κόστος τής αναμέτρησης μαζί τους δεν οδηγεί σε απευκταίες προσωπικές συγκρούσεις με γνωστούς, που μπορεί να είναι και συνάδελφοι ή, γενικώς, αναγνωρίσιμοι. Δεν επιτέθηκε, λόγου χάρη, στον Πέτρο Τατσόπουλο που συνέκρινε τις «μπαλαφάρες» της (έτσι χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη δουλειά της: μπαλαφάρες) με εκείνες του Σεφερλή. Και αποφάνθηκε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο είναι ότι «οι μπαλαφάρες του Σεφερλή είναι αυθεντικές».
Αναβαίνοντας στη Θεσσαλονίκη με την πολυσυζητημένη παράσταση, η Κιτσοπούλου έδωσε συνέντευξη στη Μακεδονία τής Κυριακής. Συνομίλησε με τη Βιολέτα Φωτιάδη εξηγώντας τις προθέσεις της και το θεατρικό της ύφος. Και, φυσικά, αντεπιτέθηκε γενικώς στα σόσιαλ, με μια δριμύτατη μομφή εναντίον εκείνων «που έχουνε γνώμη για όλα, που μισούν και κατακρίνουν, ενώ οι ίδιοι είναι οι χειρότεροι φασίστες».
Μιλώντας για τη δουλειά της είπε ότι: «Η τέχνη καθρεφτίζει τον άνθρωπο και την κοινωνία. Δεν ταυτίζεται ο συγγραφέας απαραίτητα με την άποψη του ήρωά του. Το ότι δείχνεις έναν άνθρωπο διεφθαρμένο, ή κακοποιητικό επί σκηνής, δεν σημαίνει ότι παίρνεις το μέρος του. Δεν υπάρχει “πολίτικαλ κορέκτ” στην τέχνη. Θα πρέπει να απαγορευτεί ο “Ταξιτζής” του Σκορσέζε; Το “Funny Games” του Χάνεκε; Τι ακριβώς πρέπει να γίνει; Τι παρανόηση είναι αυτή;»
Ήθελε να γείρει και να κοιμηθεί...
Ο Πέτρος Τατσόπουλος, που ομολογεί ότι είχε ενθουσιαστεί όταν το 2006 διάβασε στην πρώτη εμφάνιση της Κιτσοπούλου στην πεζογραφία τις «Νυχτερίδες» της, σήμερα αποδοκιμάζει την τωρινή δουλειά της. Και ειδικά για την παράσταση της Επιδαύρου δηλώνει ότι δεν ήθελε να φύγει από το θέατρο, όπως άλλοι, αλλά ήθελε μόνο να γείρει και να κοιμηθεί, γιατί «βλέπετε», λέει «από όλα τα εγκλήματα κατά της Τέχνης, η Κιτσοπούλου υπέπεσε στο χειρότερο: ήταν αφόρητα βαρετή».
Βαρετή; Βαρετή! Συμφωνεί εμμέσως και ένας ηθοποιός, ο Χρήστος Λούλης, που πήρε το μέρος τής Κιτσοπούλου στην κριτική του: «Δεν μπορείς να προσεγγίσεις την αλήθεια αν δεν ρισκάρεις να προσβάλεις κάποιον ή να κάνεις κάποιον να βαρεθεί», λέει. «Αλλιώς», καταλήγει ο Λούλης, «ας το πάρουμε απόφαση πως έχουμε το Φεστιβάλ για να δουλεύουν οι ταβέρνες. Γνώμη μου. Δεν χάλασε κι ο κόσμος».
- από το Harddog