Δεκαπενταύγουστος του 1985 ήτανε, θυμούμαι, που η Καβάλα και η Θάσος λίγο έλειψε να γενούνε κάρβουνο. Συντονισμένοι εμπρησμοί σε διάφορα σημεία, μέσα σε λίγη ώρα, ελαμπαδιάζανε ολόκληρες δασικές περιοχές και θεόρατες φωθιές ετζιριτούσανε να κάψουνε αθρώπους και σπίθια.
Για πρώτη φορά μετά τη γερμανική κατοχή, εντακάρανε οι συναγερμοί να ξεκουφαίνουνε τον κόσμο.
Πανικός κι αλλοφροσύνη στη Θάσο και στην Καβάλα.
Δεν είχε ποδιαφωτίσει καλά καλά, όταν ο διευθυντής μου στη «Θεσσαλονίκη», ο Αντώνης Κούρτης με φώναξε στο γραφείο του.
Έπρεπε να φύγω αμέσως για την Καβάλα, για ρεπορτάζ.
Εξύπνησα τον «Αρκούδα», τον Γιάννη Κυριακίδη τον φωτορεπόρτερ και σε δέκα λεπτά βρισκόμουνα κάτω από το σπίτι του.
Ξεκινήσαμε για την Καβάλα.
Δυό ώρες δρόμος ήτανε.
Κίνηση δεν υπήρχε κάτι που με βοήθησε να βρίσκομαι στη Νομαρχία της Καβάλας γρηγορότερα απ’ ό,τι υπολόγιζα.
Νομάρχης ήτανε ο φίλος Κώστας Μαμέλης, Σαλονικιός δικηγόρος, ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ.
Στο κέντρο της πόλης, φωτιές δεν είδα, μα η μυρωδιά του καμμένου ξεκάθαρη έφτανε στη μύτη μου.
Είδα το Νομάρχη τόσο εξουθενωμένο, από το ολονύχτιο πήγαν’ έλα στα μέτωπα των εμπρησμών, που πραγματικά τον λυπήθηκα.
Δεν είχαμε προλάβει να πούμε δυό κουβέντες, όταν άνοιξε η πόρτα του γραφείου του και στο άνοιγμα της εμφανίστηκε ο πρωθυπουργός, ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Μαζί του, ο τότε υπουργός Βόρειας Ελλάδας Γιάννης Παπαδόπουλος, ο αρχηγός της πολεμικής αεροπορίας και κάποιοι άλλοι επικεφαλής διαφόρων υπηρεσιών.
Μετά την ανταλλαγή χαιρετισμών, περάσανε στην αίθουσα συσκέψεων.
Εγώ, παρέμεινα έξω, θεωρώντας πως δεν είχα θέση σε μια τέτοια σύσκεψη, μια τόσο κρίσιμη ώρα.
-«Έλα μέσα, δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε» άκουσα τον Ανδρέα να μου λέει, κάνοντας μου νόημα με το χέρι του.
Εμπήκα κι εγώ, δίπλα στον Ανδρέα έκατσα, άνοιξα και το μαγνητόφωνο μου και όλη η σύσκεψη, από την ενημέρωση μέχρι τη λήψη αποφάσεων, μπροστά στα μάτια μου και μπροστά στ’ αφτιά μου έγινε.
«Έλα μέσα, δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε».
Αυτή η φράση του Ανδρέα τριβίλιζε στο μυαλό μου, όσο παρακολουθούσα τον πρωθυπουργό, το νομάρχη και τους άλλους αρμόδιους να εξετάζουν το πρόβλημα και να αναζητούν λύσεις.
Οι πληροφορίες από την αστυνομία, την πυροσβεστική, το λιμεναρχείο, τις ένοπλες δυνάμεις και τις άλλες τοπικές υπηρεσίες, έφταναν ασταμάτητα στην αίθουσα συσκέψεων.
Ασταμάτητες ήσανε και οι εντολές που δινόντουσαν από τον πρωθυπουργό στους καθ’ ύλην αρμόδιους παράγοντες.
Κάποια στιγμή, ζήτησε ο Ανδρέας να επισκεφτεί κάποια μέτωπα της φωτιάς.
Σηκωθήκαμε όλοι.
-«Έλα κι εσύ μαζί μας, ο κόσμος πρέπει να μάθει την αλήθεια», μου ‘πε ο Ανδρέας.
Μπήκα στο αυτοκίνητο του Λευτέρη Αθανασιάδη, τότε δημάρχου της Καβάλας και ακολουθούσαμε τον πρωθυπουργό και τη συνοδεία του στα μέτωπα της φωτιάς.
Ξανά πίσω στη Νομαρχία, ξανά συσκέψεις, νέες αποφάσεις, νέες εντολές.
Από καιρού σε καιρό τηλεφωνούσα στην εφημερίδα μου και έδινα ρεπορτάζ για την πορεία της μάχης κατά της φωτιάς.
Δεν θυμούμαι πόσες ώρες εκράτησε εκείνη η μάχη.
Θυμούμαι όμως, πως ο Αντρέας έφυγε από την Καβάλα, μόνο όταν τον διαβεβαίωσαν πως οι φωτιές είχανε τεθεί υπό έλεγχο και πως ο κίνδυνος είχε απομακρυνθεί.
Εζήτησα από τον Ανδρέα μια δήλωση.
-«Γράψε όσα είδες κι όσα άκουσες» μου απάντησε.
Βαστώ στα χέρια μου μια ξεθωριασμένη φωτογραφία, από εκείνη την ημέρα.
Αναθυμούμαι και συλλογίζομαι, πώς ήμασταν τότε οι δημοσιογράφοι και πώς είναι σήμερα.
Πώς ήτανε τότε οι πολιτικοί ηγέτες και πώς είναι σήμερα.
Πώς ήτανε τότε η δημοσιογραφία και πώς είναι σήμερα.
Και ξανακούω στ΄αφθιά μου τις κουβέντες του Αντρέα.
-«Έλα μέσα, δεν έχουμε τίποτα να κρύψουμε»
-«Έλα κι εσύ μαζί μας, ο κόσμος πρέπει να μάθει την αλήθεια»
-«Γράψε όσα είδες κι όσα άκουσες».
Μιχάλης Στρατάκης