Στις εφημερίδες ξεκίνησα ως διορθωτής. Κατ’ αρχάς μεροκάματα (νυχτοκάματα μάλλον, μέχρι τα χαράματα), ως αντικαταστάτης συναδέλφων που έπαιρναν την καλοκαιρινή τους άδεια ή έπρεπε να λείψουν από το πόστο τους για οποιονδήποτε λόγο, τερπνό ή στενάχωρο. Κι έπειτα, το 1979, φοιτητής ακόμα, πλην βέβαιος ότι δεν θα γίνω ποτέ οδοντίατρος, στην «Πρωινή Ελευθεροτυπία», έως τον τερματισμό της έκδοσής της, Μάιο του 1981· κανονική πρόσληψη, αλλά με μπλοκάκι. «Δημοσιογράφος» έλεγε το μπλοκάκι της εφορίας. Από νωρίς πάντως κατάλαβα ότι οι διορθωτές, όπως και οι συντάκτες ύλης, όσο κρίσιμη κι αν είναι η δουλειά τους, δεν υπολογίζονται από όλους ως «κανονικοί» δημοσιογράφοι.
Ημασταν ακόμα στην εποχή της λινοτυπίας και του μαρμάρου. Η διόρθωση γινόταν πάνω σε νοτισμένο χαρτί με μελανί μολύβι. Και με μεγάλη οικονομία στο χτύπημα των λαθών. Ακόμα κι αν τα εντόπιζες στην πρώτη σελίδα, λίγο πριν από τα καταληκτικά μεσάνυχτα, έπρεπε να ζητήσεις σιωπηρώς συγγνώμη από τον Μανόλη Τριανταφυλλίδη και, σχεδόν κρυφά, να ξύσεις με μια λαβίδα το γιώτα που έπρεπε να είναι ήτα αλλά δεν υπήρχε χρόνος να διορθωθεί. Την άλλη μέρα υπήρχε κατιτίς σαν μπούκωμα στο σημείο αυτό της εφημερίδας. Καλύτερα έτσι παρά καραμπινάτη ανορθογραφία.
Σε εφημερίδα πρωτοέγραψα το φθινόπωρο του 1987, στην «Πρώτη», που έκλεισε τον Σεπτέμβριο του 1990. «– Θα γράφω ελεύθερα; – Ναι». Μέχρι τότε είχα την εμπειρία του περιοδικού «Ο Πολίτης», όπου αρθρογραφούσα από το 1979. Στην «Καθημερινή» ήρθα τον Δεκέμβριο του 1990, όταν τα χρόνια μου ήταν ακριβώς τα μισά από τα 66 τωρινά μου. Μια ζωή και κάτι παραπάνω. Και πάλι: «– Θα γράφω ελεύθερα; – Ναι». Με ελάχιστα μικρά λευκά διαστήματα, από το 1987 και μέχρι σήμερα γράφω κάθε μέρα, σχόλια και βιβλιοκριτικές, μια και επί 23 χρόνια, τα είκοσι στην «Κ», είχα την επιμέλεια εβδομαδιαίας σελίδας βιβλίου.
Δεν με φαντάστηκα ποτέ συνταξιούχο. Οπως δεν με φαντάστηκα και ποτέ ξεσκολισμένο. Σαράντα χρόνια, μα με στυλό έγραφα μα σε γραφομηχανή ή κομπιούτερ, πρωτάκι ένιωθα. Που έδινε κάθε μέρα εξετάσεις στον Δήμο και στη Γραφή.
Σε εφημερίδα πρωτοέγραψα το φθινόπωρο του 1987, στην «Πρώτη», που έκλεισε τον Σεπτέμβριο του 1990. «– Θα γράφω ελεύθερα; – Ναι». Μέχρι τότε είχα την εμπειρία του περιοδικού «Ο Πολίτης», όπου αρθρογραφούσα από το 1979. Στην «Καθημερινή» ήρθα τον Δεκέμβριο του 1990, όταν τα χρόνια μου ήταν ακριβώς τα μισά από τα 66 τωρινά μου. Μια ζωή και κάτι παραπάνω. Και πάλι: «– Θα γράφω ελεύθερα; – Ναι». Με ελάχιστα μικρά λευκά διαστήματα, από το 1987 και μέχρι σήμερα γράφω κάθε μέρα, σχόλια και βιβλιοκριτικές, μια και επί 23 χρόνια, τα είκοσι στην «Κ», είχα την επιμέλεια εβδομαδιαίας σελίδας βιβλίου.
Δεν με φαντάστηκα ποτέ συνταξιούχο. Οπως δεν με φαντάστηκα και ποτέ ξεσκολισμένο. Σαράντα χρόνια, μα με στυλό έγραφα μα σε γραφομηχανή ή κομπιούτερ, πρωτάκι ένιωθα. Που έδινε κάθε μέρα εξετάσεις στον Δήμο και στη Γραφή.
- από το κείμενο του Παντελή Μπουκάλα, υπό τον τίτλο "Μεροδούλι-Μερογράφι", με το οποίο γνωστοποίησε τη συνταξιοδότησή του μετά από 40 χρόνια στη δημοσιογραφία. Από τον Σεπτέμβριο ο Παντελής Μπουκάλας δεν θα αρθρογραφεί πια κάθε μέρα στην «Κ». Θα γράφει μόνο τις «Υποθέσεις» της Κυριακής και το πρωτοσέλιδο σχόλιο στο φύλλο της Τρίτης.