Τι είναι η ιδεολογία, αν όχι ο εμπράγματος λόγος, τι είναι οι έννοιες αν όχι ο προθάλαμος της κοινωνικής πρακτικής; Τι είναι η νοητική κατάφαση σε ιδέες αν όχι η εδραίωση συμπεριφορών που προωθούν το ένα ή το άλλο μοντέλο οργάνωσης της κοινωνίας; Και τι είναι εν τέλει η πολιτική ιδεολογία, αν όχι το σύνολο των καθοριστικών εκείνων σημείων όπως αυτά εκφράζονται στην καθημερινή ζωή και στο δημόσιο διάλογο, απηχώντας μελλοντικές καθοριστικές πράξεις;
Εάν όλα τούτα σχετίζονται ή όχι με την υλική βάση της κοινωνίας και την υπεράσπιση ή την ανατροπή της, αποτελεί το κομβικό σημείο όπου κρίνονται οι προθέσεις: αν δηλαδή ο/η φέρων/ουσα τις ιδέες έχει, εκτός του ονόματος, και τη χάρη, αν χρησιμοποιεί τις ιδέες ως λέξεις – σλόγκαν διαφήμισης άνευ νοήματος ή όχι.
Λαμβάνοντας, έτσι, ως παράδειγμα την έννοια του σοσιαλισμού, και κατ’ επέκταση της σοσιαλδημοκρατίας, έννοια που κατακρεουργήθηκε πολλαπλώς τον τελευταίο αιώνα, εύκολα κατανοούμε πώς τούτη, στην πραγμάτωσή της, μπορεί να γίνει κουρελόχαρτο. Και να αποδειχτούν όσoι την επικαλούνται κύμβαλα αλαλάζοντα με μπραντ νέιμ.
Αυτή, λοιπόν, η συντριβή του λόγου ως υλικής πραγματικότητας, στην εποχή μας, αποτυπώνεται ξεκάθαρα στον πολιτικό χώρο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, έναν χώρο στο ενδιάμεσο Αριστεράς – Δεξιάς, μεταξύ, ας πούμε, Μόσχας και Ουάσιγκτον, του οποίου όμως οι αναφορές, μεταπολεμικά, έμοιαζαν εγγύτερα της πρώτης. Αλλά ο ολισθηρός «Τρίτος δρόμος», ιδίως από τη δεκαετία του ΄90 αλλά και νωρίτερα, οδήγησε δεξιότερα τόσο που γκρεμίστηκε κάθε διαχωρισμός. Μαζί και η καταγωγική σκέψη. Και η θεωρία. Και η πρακτική.
Ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ, Νίκος Ανδρουλάκης, είναι το ανθρωπολογικό υπόδειγμα του πολιτικού υποκειμένου της σύγχρονης εποχής, ενός υποκειμένου χωρίς ιδεολογία: μια αποδομημένη σκέψη, που χωράει τα πάντα. Ολίγον παραδοσιακά αριστερά, ολίγον πιο δεξιά, πολύ στο δήθεν κέντρο. Σ’ αυτό το τελευταίο, στο κέντρο, επένδυσαν, εκμεταλλευόμενες τις λαϊκές φοβίες, οι αστικές κυβερνήσεις. Εκεί, επίσης, δημιουργήθηκαν οι μεγάλες αυταπάτες και συντελέστηκαν οι μεγαλύτερες απάτες. Εκεί, συνήθως, προδίδονταν τα όνειρα των μαζών για να ακολουθήσει η, βολικότατη για το κεφάλαιο, θεωρία του «όλοι ίδιοι είναι» και η συνακόλουθη απαξίωση της πολιτικής.
Αν, λοιπόν, οι ισχυρές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις της μεταπολεμικής Ευρώπης έχτισαν το κοινωνικό κράτος, ήρθαν μετά οι επίγονοί τους να το κατακρημνίσουν. Να το ξεθεμελιώσουν. Να το κάνουν δωράκι στην περιώνυμη ιδιωτική πρωτοβουλία. Και να καταστήσουν απροσπέλαστες στις λαϊκές τάξεις βασικές δημόσιες υπηρεσίες. Κάθε δεκαετία που περνούσε, αποδείκνυαν, με τις πολιτικές τους, πως μπορούσαν και δεξιότερα. Γινόμενοι/νες φανατικοί αντιαριστεροί/ες, συχνότατα αναθεωρητές/τριες της ίδιας τους της ιστορίας.
Έτσι, λοιπόν, πιστός στο δρόμο που χάραξε ο πολιτικός του χώρος, ο Νίκος Ανδρουλάκης διαπρέπει στο υποκριτικό, ναι μεν αλλά, εκχωρώντας ιδέες και λοξοδρομώντας διαρκώς δεξιότερα. Οπότε, ναι, δεν είναι αρνητικός στην αναθεώρηση του άρθρου 16. Οπότε ναι, μια χαρά μπορεί να αποδεχτεί τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπως μια χαρά αποδέχεται και την πολιτική ιδεολογία που, ως σημεία-σύμβολα, απηχούν. Οπότε ναι, αγοραία, όλα. Με φράγκα, όλα. Σήμερα τα πανεπιστήμια, αύριο τα νοσοκομεία, μεθαύριο το ρεύμα, αντιμεθαύριο το νερό.
Μπορεί να συμβάλει στη δεξιά μεταρρυθμιστική ατζέντα, στην παλινόρθωση του ακραίου κεντρισμού, στη νομιμοποίηση κάθε αντιλαϊκής πολιτικής.
Μπορεί και δεξιότερα. Το έχουν αποδείξει οι εγχώριοι αλλά και οι Ευρωπαίοι ομοϊδεάτες του.