Τετάρτη 19 Ιουλίου 2023

Ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στις μπαλαφάρες της Κιτσοπούλου και στις μπαλαφάρες του Σεφερλή;


Ένα κείμενο του Πέτρου Τατσόπουλου για την παράσταση που προκάλεσε αντιδράσεις


Η τόλμη στην Τέχνη όχι μονάχα δεν με σοκάρει, αλλά απεναντίας: τη θεωρώ προαπαιτούμενη. Ομολογώ ότι δύσκολα θα συγκρατούσα τα χασμουρητά μου εάν παρακολουθούσα μια σεμνότυφη στριπτιζέζ ή έναν διστακτικό αγκιτάτορα. Καμαρώνω ακόμη και σήμερα γιατί ήμουν από τους πρώτους που υποδέχτηκαν με ένα διθύραμβο στα «Νέα» το βάπτισμα του πυρός της Λένας Κιτσοπούλου στην πεζογραφία, το όχι και τόσο μακρινό 2006: οι «Νυχτερίδες» της φανέρωναν ότι το λέει η περδικούλα της. 
Στις σχεδόν δύο δεκαετίες που κύλησαν έκτοτε, η Κιτσοπούλου έδειξε με κάθε τρόπο –με τα θεατρικά της έργα, με τα γραπτά της, με τις δηλώσεις της– ότι σκόπευε να μετατρέψει την τόλμη της σε μανιέρα. Να μεταμορφώσει τις θαρραλέες καλλιτεχνικές της προβοκάτσιες σε απολύτως προβλεπτές μπαλαφάρες. Ποια είναι η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στις μπαλαφάρες της Λένας Κιτσοπούλου και στις μπαλαφάρες του Μάρκου Σεφερλή; Οι μπαλαφάρες του Σεφερλή είναι αυθεντικές. Δεν υποδύονται ότι είναι κάτι άλλο από αυτό που είναι. Ακόμη περισσότερο: δεν υποδύονται ότι καταγγέλλουν αυτό που είναι. Η Κιτσοπούλου θυμίζει τον Κώστα Χατζηχρήστο στον «Ηλία του 16ου»: υποδύεται τον αστυφύλακα ενώ είναι κλέφτης. Μόνο που ο Χατζηχρήστος μάς πείθει ως κλέφτης που υποδύεται τον αστυφύλακα. Η Κιτσοπούλου, συν τω χρόνω, μας πείθει όλο και λιγότερο.

Πήγα λοιπόν «υποψιασμένος» το περασμένο Σάββατο στην Επίδαυρο; Oχι ακριβώς. Είχα την αυταπάτη πως ένα κείμενο του Αριστοφάνη, έστω και ως βάση για «ελεύθερη απόδοση», θα λειτουργούσε και ως χειρόφρενο στην ακαταμάχητη κιτσοπούλεια έφεση προς την κραυγαλέα δημαγωγία.
Δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η «απόδοση» θα είναι τόσο «ελεύθερη» ώστε να μη διατηρεί πλέον την παραμικρή σχέση με το πρωτότυπο κείμενο, πέρα από τον τίτλο. Η παράσταση είχε όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «αρπαχτής», όπως περιμένουμε να τα βρούμε στο σχετικό λήμμα του Μπαμπινιώτη. 
Ακαθοδήγητοι ηθοποιοί, ο καθένας με τη δική του μικρή υποκριτική μανιέρα, υπηρετούσαν τη μεγάλη μανιέρα της Κιτσοπούλου, την εξής μία: έναν θηριώδη ναρκισσισμό μεταμφιεσμένο σε διάτρητο αυτοσαρκασμό. Ούτε στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό να διαμαρτυρηθώ ή να σηκωθώ να φύγω. Hθελα μονάχα να γείρω και να αποκοιμηθώ. Βλέπετε, από όλα τα εγκλήματα κατά της Τέχνης, η Κιτσοπούλου υπέπεσε στο χειρότερο: ήταν αφόρητα βαρετή.
** Το κείμενο του Πέτρου Τατσόπουλου δημοσιεύεται στην Καθημερινή μαζί με ένα ακόμα του ηθοποιού Χρήστου Λούλη, η κριτική του οποίου κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Τίτλος του δημοσιεύματος (που επιμελείται ο Νικόλας Ζώης), είναι «Ντιμπέιτ για τους ''Σφήκες'': Ανάμεσα στο κεντρί και στο τσίμπημα». Διαβάστε εδώ.